ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ & ΣΚΟΠΟΣ

To ΕΛ.Κ.ΕΠΙ είναι επιστημονικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός με κοινωφελή χαρακτήρα Ν.Π.Ι.Δ. αποτελεί φορέα υλοποίησης και παρεμβασης για την αύξηση της Επιχειρηματικότητας, Παραγωγικότητας και Εξωστρέφιας των επιχειρήσεων του Ιδιωτικού Τoμέα.

WHAT'S NEW?
Loading...

ΔΝΤ: Μη λειτουργικό το πλαίσιο εξυγίανσης επιχειρήσεων

της Νένας Μαλλιάρα

Μία σειρά μεταρρυθμίσεων χωρίς τα σκοπούμενα αποτελέσματα, χαρακτηρίζει το ΔΝΤ τις μεταρρυθμίσεις για την αφερεγγυότητα δανειοληπτών και τα μέσα εξαναγκασμού τους, στις αναλύσεις των εξειδικευμένων θεμάτων - εν προκειμένω για το πλαίσιο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων - που συνοδεύουν την έκθεσή του για την Ελλάδα .
Μέχρι σήμερα, αναφέρει το ΔΝΤ, οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν αποδώσει τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθώς οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις δεν έχουν παράσχει την απαιτούμενη σταθερότητα και στήριξη για την ανάπτυξη και εφαρμογή των νέων νόμων και την ενίσχυση των θεσμικών οργάνων. Επιπλέον, κάποιες από τις τροποποιήσεις στις μεταρρυθμίσεις είναι πρόσφατες και χρειάζεται χρόνος να τεσταριστούν. Το αποτέλεσμα είναι τόσο αργό και τα ποσοστά μη αποπληρωμής δανείων είναι τόσο υψηλά ώστε κατατάσσουν την Ελλάδα στην κορυφή των χωρών διασυνοριακά.

Παρά τις πρόσφατες αλλαγές στο πλαίσιο εξυγίανσης υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, το πλαίσιο υποχρησιμοποιείται καθώς υπάρχει απόσταση μεταξύ σχεδιασμού και λειτουργικότητας στην πράξη. Το πλαίσιο παραμένει πολύπλοκο και πολύ ακριβό δεδομένου ότι περίπου 96,7% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους και αυτές είναι που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα διαχείρισης του χρέους τους. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι ο αριθμός των πτωχεύσεων δεν ανταποκρίνεται στο διάχυτο πρόβλημα υπερχρέωσης των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς οι στατιστικές αναφέρουν μόνο τις περιπτώσεις εκκαθαρίσεων και όχι και αυτές στο προπτωχευτικό στάδιο όπου οι επιχειρήσεις κάνουν εκτεταμένη χρήση των διαδικασιών για να κερδίσουν χρόνο έναντι των απαιτήσεων των δανειστών τους. Επίσης, οι διαδικασίες ρευστοποίησης απαιτήσεων είναι πολύ αναποτελεσματικές. Ενδεικτικά, στο α΄ τρίμηνο 2016, το μεγαλύτερο δικαστήριο της χώρας ενέγραψε μόνο 16 αιτήσεις πτώχευσης. Επίσης, οι περιπτώσεις από τις περιπτώσεις που μένουν στα δικαστήρια για χρόνια είναι αυτές για τις οποίες δεν μπορεί τυπικά να ληφθεί καμία δράση, αφού είναι περιπτώσεις χωρίς ενεργητικό και περιουσιακά στοιχεία.

Παρά το ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων που είναι σε κατάσταση χρεοκοπίας παραμένουν εκτός συστήματος αφερεγγυότητας, με το πλαίσιο του νόμου περί αφερεγγυότητας να χρησιμοποιείται ουσιαστικά για ρευστοποιήσεις επιχειρήσεων που έχουν εκκαθαριστεί ύστερα από μια διαδικασία που μπορεί να διαρκεί έως και 10 χρόνια, χωρίς τελικώς έσοδα για τους πιστωτές. Έτσι το πλαίσιο της αφερεγγυότητας δεν μπορεί να υλοποιήσει τη δομική οικονομική λειτουργία του που είναι να προσφέρει στους πιστωτές τα πιο αποτελεσματικά μέσα ανάκαμψης των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, διασώζοντας τις βιώσιμες επιχειρήσεις και οδηγώντας σε εκκαθάριση τις μη βιώσιμες, κατευθύνοντας έτσι κεφάλαια σε πιο παραγωγικές χρήσεις.

Τα φυσικά πρόσωπα

Από την άλλη πλευρά, το πλαίσιο για την αφερεγγυότητα φυσικών προσώπων έχει τύχει ευρείας κατάχρησης. Περισσότερες από 200.000 αιτήσεις πτώχευσης φυσικών προσώπων έχουν υποβληθεί την τελευταία 6ετία (περίπου το 2% του πληθυσμού της Ελλάδας). Το κύμα αιτήσεων έχει οδηγήσει το σύστημα σε παράλυση, με τους οφειλέτες να απολαμβάνουν χρεοστάσιο πληρωμών που μπορεί να διαρκέσει έως και 15 χρόνια. Το πρόβλημα διογκώνεται από την ελλιπή καθοδήγηση των δικαστών και τα προβλήματα σχεδιασμού στο νόμο πριν το 2015 όπως π.χ. η ελάχιστη ή μηδενική απαίτηση πληρωμών από τον οφειλέτη μέχρι την ακρόαση στο δικαστήριο).

Το σύστημα εμφανίζει την τάση κατάχρησης, με οφειλέτες που δεν έχουν τα δικαιολογητικά υπαγωγής στο νόμο να υποβάλουν αίτηση προκειμένου να παρακωλύσουν επί μακρόν τις ενέργειες από πλευράς πιστωτών.

Έτσι, αντί να δίνει μια δεύτερη ευκαιρία σε φυσικά πρόσωπα που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπερχρέωσης έτσι ώστε να μπορέσουν να επανέλθουν σε παραγωγική δραστηριότητα, το σύστημα χρησιμοποιείται για να σταματήσει τις δράσεις των δανειστών και να συντηρήσει περιουσιακά στοιχεία. Κάτι τέτοιο, δεν προσφέρει μακροπρόθεσμη λύση, τόσο για πιστωτές όσο και για οφειλέτες, στο πρόβλημα της υπερχρέωσης, ενώ απορροφά επίσης δικαστικούς και διοικητικούς πόρους.

Τα συνεχή moratoria για τους οφειλέτες έχουν υπονομεύσει την κουλτούρα πληρωμών και το καθεστώς εξαναγκασμού είσπραξης των απαιτήσεων έχει γίνει εξαιρετικά αμυντικό, με μακρές και χρονοβόρες διαδικασίες που έχουν ως αποτέλεσμα χαμηλές ανακτήσεις.

Πρόβλημα υπάρχει επίσης με την καταγραφή των ακινήτων που αποτελούν ενέχυρα δανείων, καθώς δεν είναι όπως πρέπει καταγεγραμμένα σε μητρώο ακινήτων/κτηματολόγιο κυρίως λόγω των συμβολαιογραφικών εξόδων και των υπερβολικών φόρων μεταβίβασης. Επιπλέον απουσιάζει ένα μητρώο γης ή κτηματολόγιο που να καλύπτει όλη την ελληνική επικράτεια. Τέλος, οι πλειστηριασμοί είναι σπάνιοι (εξαιτίας επίσημων και ανεπίσημων moratoria) και όταν γίνονται είναι χρονοβόροι και ακριβοί, με μικρό όφελος για τους εξασφαλισμένους πιστωτές λόγω της ικανοποίησης κατά προτεραιότητα των πιστωτών του δημοσίου. Η υιοθέτηση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας παρουσιάζει δυνατότητα βελτίωσης του συστήματος, ωστόσο μέχρι στιγμής η εφαρμογή του είναι περιορισμένη.

Εξωδικαστικές ρυθμίσεις

Η εξωδικαστική προσέγγιση για ρύθμιση οφειλών δεν είναι ακόμη αποτελεσματική. Ο νόμος Δένδια δεν πέτυχε τα ζητούμενά του λόγω σημαντικών εμποδίων. Καταρχήν, ο νόμος απαιτούσε ο οφειλέτης να έχει κάνει ήδη χρήση ενός από τα σχήματα δόσεων για ρύθμιση φορολογικών οφειλών και αυτό εμπόδιζε την ταυτόχρονη αντιμετώπιση οφειλών προς ιδιώτες και δημόσιο. Ο νόμος δεν πρόσφερε κίνητρα για τους ιδιώτες πιστωτές (τράπεζες), αφού αυτοί – με δεδομένη την προστασία των οφειλών του δημοσίου – θα επιβαρύνονταν με μεγαλύτερες ζημιές. Επιπλέον ήταν ελλιπή και τα φορολογικά κίνητρα για τις αναδιαρθρώσεις χρέους. Τρίτον, οι ρυθμίσεις του νόμου εφαρμόστηκαν αναποτελεσματικά (χωρίς πρότυπα, τυποποιημένες φόρμες, πρωτόκολλα). Τέλος, ο νόμος για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό επιβλήθηκε σε μία περίοδο έντονης πολιτικής αστάθειας που υπονόμευσε τα κίνητρα για τα εμπλεκόμενα μέρη στον εξωδικαστικό συμβιβασμό.

Οι πιστωτές

Στα λοιπά προβλήματα, το ΔΝΤ αναφέρει ότι σε αντίθεση με άλλες χώρες της ευρωζώνης, οι εξασφαλισμένοι πιστωτές στην Ελλάδα δεν προστατεύονται επαρκώς προς όφελος των πιστωτών του δημοσίου (εφορίες, ασφαλιστικά ταμεία). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι ιδιώτες εξασφαλισμένοι πιστωτές (τράπεζες) να δανείζουν λιγότερο, με ακριβότερο κόστος και ζητώντας περισσότερα ενέχυρα, ενώ οι μη εξασφαλισμένοι πιστωτές (προμηθευτές) διακινδυνεύουν το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη.

Σημειώνεται ότι οι δημόσιοι πιστωτές έχουν πολύ περιορισμένη ικανότητα να προβούν σε ουσιαστική αναδιάρθρωση χρεών και επιπλέον αποφεύγουν να προβούν σε οποιαδήποτε διαδικασία εξαιτίας του φόβου να βρεθούν ποινικά υπόλογοι για διαγραφές χρεών. Το ρίσκο αυτό αφορά και τα στελέχη των τραπεζών, καθώς θα μπορούσαν να βρεθούν αστικά και ποινικά υπόλογα για κακοδιαχείριση, λόγω του ότι οι τράπεζες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί και με κρατικά κεφάλαια.

Οι μέτοχοι

Οι μέτοχοι που κωλυσιεργούν δημιουργούν επίσης πρόβλημα στις αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων. Η μεταχείριση των μετόχων στον ελληνικό νόμο περί αφερεγγυότητας επιτρέπει στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων να διατηρούν τον έλεγχο και να επηρεάζουν κρίσιμες αποφάσεις στη διαδικασία αναδιάρθρωσης, ακόμη και στην περίπτωση που δεν υπάρχει οικονομικό τους ενδιαφέρον στην επιχείρηση, εξαιτίας της απαξίωσης των μετοχών τους συνεπεία της πτώχευσης.

Οι μέτοχοι διατηρούν άθικτα τα δικαιώματά τους και μπορούν να μπλοκάρουν διαδικασίες αναδιάρθρωσης όπως π.χ. την άμεση μετοχοποίηση χρέους, αποκτώντας πλεονέκτημα έναντι των πιστωτών απλά και μόνο λόγω της "ενοχλητικής αξίας" της παρουσίας τους. Οι αρχές έχουν κατανοήσει το πρόβλημα και θα λάβουν μέτρα που θα αποδυναμώνουν τους πτωχευμένους μετόχους από τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεών τους.

Ανάγκες και προτεραιότητες

Η ελλιπής εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων οφείλεται εν πολλοίς στην απουσία δευτερογενούς νομοθεσίας όπως π.χ. στον εξωδικαστικό συμβιβασμό ή στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς με βάση τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή σε καθυστερήσεις των προθεσμιών όπως π.χ. η απεργία των δικηγόρων που ενεργοποίησε στην πράξη τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ) τον Σεπτέμβριο του 2016 αντί τον Ιανουάριο του 2016.

Σημαντική προσπάθεια σε επίπεδο εκπαίδευσης και υποδομών θα πρέπει να κάνει και το δικαστικό σύστημα, υιοθετώντας τις νέες διαδικασίες. Τέλος, παραμένουν ακόμη αδύναμες οι υποδομές για την υποστήριξη αναδιαρθρώσεων χρεών. Ακόμη δεν έχουν λειτουργήσει οι συμβουλευτικές υπηρεσίες διαχείρισης χρέους, το κοινωνικό δίχτυ προστασίας παραμένει ανεπαρκές και τα υποστηρικτικά στατιστικά στοιχεία ατελή.

Έναντι όλων των ανωτέρω δυσλειτουργιών, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η εφαρμογή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πρέπει να γίνει προτεραιότητα, καθώς ένα αποτελεσματικό πλαίσιο εξαναγκασμού απαιτήσεων είναι η βάση για τις αναδιαρθρώσεις χρεών ή τις χρεοκοπίες. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να συμπληρωθεί άμεσα το θεσμικό πλαίσιο και μία εκ των πλέον σημαντικών αλλαγών παραμένει η ρύθμιση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.

Ο συντονισμός μεταξύ των πιστωτών είναι επίσης απαραίτητος και πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία στο μηχανισμό συντονισμού όλων των δανειστών του οφειλέτη.

Πρέπει να απλοποιηθούν και να ευθυγραμμιστούν οι διαδικασίες ρευστοποίησης του 90% των επιχειρήσεων που είναι μικρές και μικρομεσαίες, και να καταστούν λιγότερο χρονοβόρες και κοστοβόρες και με μεγαλύτερη απόδοση για τους πιστωτές. Η ενδυνάμωση του βοηθητικού δικαστικού προσωπικού και των υποδομών αποτελούν επίσης "κλειδιά".

Η δυναμική της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας δεν μπορεί να συμπληρωθεί χωρίς την ανάπτυξη ενός επαγγέλματος ειδικών για πτωχεύσεις – εξυγιάνσεις εταιριών.

Η ανάγκη να αντιμετωπιστούν άμεσα οι επιπτώσεις της κρίσης στις επιχειρήσεις, υπαγορεύουν έναν πολύ αποτελεσματικό μηχανισμό εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών. Για να είναι αποτελεσματικός θα πρέπει να είναι "κομμένος και ραμμένος" στις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και να βασίζεται στη συνεργασία επί ίσοις όροις των πιστωτών ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Αυτό συνεπάγεται ότι οι πιστωτές του δημοσίου θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι να αναλάβουν μεγαλύτερες ζημίες σε σχέση με ό,τι ίσχυε μέχρι σήμερα όπου καλύπτονταν προνομιακά. Πέραν αυτού, για την αποτελεσματικότητα του εξωδικαστικού μηχανισμού απαιτείται εμπειρία στην ανάπτυξη εκτιμήσεων της βιωσιμότητας εταιριών, κατάλληλη φορολογική αντιμετώπιση των δράσεων αναδιάρθρωσης χρέους και ανάλογη προστασία για τα στελέχη του δημοσίου και των τραπεζών που θα λάβουν αποφάσεις για αναδιαρθρώσεις.