Ο προγενέστερος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) απαριθμούσε περιοριστικά τις δαπάνες οι οποίες ήταν εκπεστέες από τα φορολογητέα έσοδα. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ, ΤΖΕΝΗ ΠΑΝΟΥ*
Ο φορολογικός έλεγχος των επιχειρήσεων (ατομικών, εταιρειών κ.λ.π.) εστιάζει παγίως στην έκπτωση των δαπανών από τα φορολογητέα έσοδα, ένα θέμα που αποτελεί σταθερά σημείο τριβής μεταξύ των ελεγχόμενων επιχειρήσεων και των ελεγκτικών αρχών.Ο προγενέστερος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) απαριθμούσε περιοριστικά τις δαπάνες οι οποίες ήταν εκπεστέες από τα φορολογητέα έσοδα.
Αντίθετα, ο ισχύων ΚΦΕ προβλέπει ότι όλες οι δαπάνες μιας επιχείρησης εκπίπτουν φορολογικά, εφόσον πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και εγγράφονται στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης, αποδεικνύονται δε με κατάλληλα δικαιολογητικά.
Εξ αντιδιαστολής καθορίζονται περιοριστικά οι δαπάνες ο οποίες δεν εκπίπτουν φορολογικά, όπως π.χ. προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες, οι δαπάνες ψυχαγωγίας, οι μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές κ.λ.π.
Ιδιαίτερα οι δαπάνες που καταβάλλονται σε πρόσωπο (νομικό ή φυσικό) που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο ή με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, δεν εκπίπτουν κατ’ αρχήν φορολογικά, εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίων με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή.
Τα μη συνεργάσιμα κράτη (κράτη με τα οποία η χώρα μας δεν έχει σύμβαση διοικητικής συνδρομής, δηλ. ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών, όπως π.χ το Μονακό, το Χονγκ Κονγκ, η ΠΓΔΜ κ.λ.π.) και τα κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς (δηλ. με φορολογικό συντελεστή ίσο ή κατώτερο του 14,5%, όπως η Κύπρος, η Βουλγαρία κ.λ.π.) καθορίζονται κάθε χρόνο με υπουργική απόφαση.
Ωστόσο, κατ’ αρχήν επιτρέπεται η έκπτωση των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι φορολογικός κάτοικος ενός κράτους-μέλους της Ε.Ε. ή του ΕΟΧ, το οποίο υπάρχει υπογράψει Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας με την Ελλάδα, ακόμα και αν το κράτος αυτό έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς.
Σε περίπτωση όμως αμφισβήτησης, η αρμόδια ελεγκτική αρχή μπορεί να απευθύνει τεκμηριωμένο αίτημα διοικητικής συνδρομής στο άλλο κράτος προκειμένου να ελέγξει εάν οι σχετικές δαπάνες αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές.
Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τον φορολογικό έλεγχο ότι οι υπόψη συναλλαγές είναι πραγματικές και συνήθεις, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι αυτές πραγματικά έχουν λάβει χώρα και ότι έχουν αποφέρει πραγματικό οικονομικό όφελος στην ελεγχόμενη επιχείρηση.
Ενδεικτικά στοιχεία είναι η ύπαρξη εμπορικής συμφωνίας ή σύμβασης έργου, η καταβολή του τιμήματος αγοράς σε τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου (τιμολόγια και τραπεζικά εμβάσματα), η πραγματική μεταφορά και λήψη των αγαθών (CMR, φορτωτικές κ.λ.π.) ή η πραγματική παροχή των υπηρεσιών (π.χ. πρωτόκολλο ολοκλήρωσης και παράδοσης του έργου, παραδοτέα έγγραφα).
Επίσης, η αλλοδαπή εταιρεία θα πρέπει να πραγματοποιεί ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη, δηλαδή να έχει αποδεδειγμένα φυσική υπόσταση (έδρα ή μόνιμη εγκατάσταση, μόνιμα απασχολούμενο προσωπικό, ενεργό ΑΦΜ/VIES εφόσον πρόκειται για φορολογικό κάτοικο άλλου κράτους-μέλους κ.λ.π.).
Eπίσης, να φορολογείται στην αλλοδαπή χώρα στην οποία έχει την έδρα της και όχι απλώς να είναι φορολογικός κάτοικος της χώρας αυτής.
Όσον αφορά στο θέμα του πραγματικού οικονομικού οφέλους που αποφέρει μια συναλλαγή με εταιρεία της αλλοδαπής, αυτό μπορεί να εκτιμηθεί εάν εξετασθούν ενδεικτικά:
• Οι τιμές αγοράς των προϊόντων ή υπηρεσιών, όπως αυτές προκύπτουν από συγκριτική οικονομική ανάλυση για ομοειδή προϊόντα άλλων επιχειρήσεων, φορολογικών κατοίκων σε συνεργάσιμα κράτη ή κράτη που δεν υπόκεινται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς.
• Εάν τα αγοραζόμενα προϊόντα ή πρώτες ύλες δεν παράγονται σε άλλη χώρα που να θεωρείται συνεργάσιμη κ.λ.π.
• Εάν η τιμή αγοράς του προϊόντος (π.χ. καφέ) είναι η ίδια με την τιμή κλεισίματος αυτού σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά.
Τέλος, επισημαίνεται ότι οι υπό εξέταση δαπάνες δεν εμπίπτουν στις προαναφερθείσες διατάξεις όταν καταβάλλονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις τους στην αλλοδαπή, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές προβλέπεται η τήρηση ειδικών φακέλων, προκειμένου για την τεκμηρίωση των τιμών των ενδοομιλικών συναλλαγών.
*Ο κ. Γιώργος Σαμοθράκης και η κ. Τζένη Πάνου είναι υπεύθυνοι του φορολογικού τμήματος της ASnetwork (www.asnetwork.gr).
KATHIMERINI.GR
Ο φορολογικός έλεγχος των επιχειρήσεων (ατομικών, εταιρειών κ.λ.π.) εστιάζει παγίως στην έκπτωση των δαπανών από τα φορολογητέα έσοδα, ένα θέμα που αποτελεί σταθερά σημείο τριβής μεταξύ των ελεγχόμενων επιχειρήσεων και των ελεγκτικών αρχών.Ο προγενέστερος Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) απαριθμούσε περιοριστικά τις δαπάνες οι οποίες ήταν εκπεστέες από τα φορολογητέα έσοδα.
Αντίθετα, ο ισχύων ΚΦΕ προβλέπει ότι όλες οι δαπάνες μιας επιχείρησης εκπίπτουν φορολογικά, εφόσον πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και εγγράφονται στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης, αποδεικνύονται δε με κατάλληλα δικαιολογητικά.
Εξ αντιδιαστολής καθορίζονται περιοριστικά οι δαπάνες ο οποίες δεν εκπίπτουν φορολογικά, όπως π.χ. προσωπικές καταναλωτικές δαπάνες, οι δαπάνες ψυχαγωγίας, οι μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές κ.λ.π.
Ιδιαίτερα οι δαπάνες που καταβάλλονται σε πρόσωπο (νομικό ή φυσικό) που είναι φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο ή με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, δεν εκπίπτουν κατ’ αρχήν φορολογικά, εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει ότι οι δαπάνες αυτές αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίων με σκοπό τη φοροαποφυγή ή τη φοροδιαφυγή.
Τα μη συνεργάσιμα κράτη (κράτη με τα οποία η χώρα μας δεν έχει σύμβαση διοικητικής συνδρομής, δηλ. ανταλλαγής φορολογικών πληροφοριών, όπως π.χ το Μονακό, το Χονγκ Κονγκ, η ΠΓΔΜ κ.λ.π.) και τα κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς (δηλ. με φορολογικό συντελεστή ίσο ή κατώτερο του 14,5%, όπως η Κύπρος, η Βουλγαρία κ.λ.π.) καθορίζονται κάθε χρόνο με υπουργική απόφαση.
Ωστόσο, κατ’ αρχήν επιτρέπεται η έκπτωση των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι φορολογικός κάτοικος ενός κράτους-μέλους της Ε.Ε. ή του ΕΟΧ, το οποίο υπάρχει υπογράψει Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας με την Ελλάδα, ακόμα και αν το κράτος αυτό έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς.
Σε περίπτωση όμως αμφισβήτησης, η αρμόδια ελεγκτική αρχή μπορεί να απευθύνει τεκμηριωμένο αίτημα διοικητικής συνδρομής στο άλλο κράτος προκειμένου να ελέγξει εάν οι σχετικές δαπάνες αφορούν πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές.
Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τον φορολογικό έλεγχο ότι οι υπόψη συναλλαγές είναι πραγματικές και συνήθεις, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι αυτές πραγματικά έχουν λάβει χώρα και ότι έχουν αποφέρει πραγματικό οικονομικό όφελος στην ελεγχόμενη επιχείρηση.
Ενδεικτικά στοιχεία είναι η ύπαρξη εμπορικής συμφωνίας ή σύμβασης έργου, η καταβολή του τιμήματος αγοράς σε τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου (τιμολόγια και τραπεζικά εμβάσματα), η πραγματική μεταφορά και λήψη των αγαθών (CMR, φορτωτικές κ.λ.π.) ή η πραγματική παροχή των υπηρεσιών (π.χ. πρωτόκολλο ολοκλήρωσης και παράδοσης του έργου, παραδοτέα έγγραφα).
Επίσης, η αλλοδαπή εταιρεία θα πρέπει να πραγματοποιεί ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη, δηλαδή να έχει αποδεδειγμένα φυσική υπόσταση (έδρα ή μόνιμη εγκατάσταση, μόνιμα απασχολούμενο προσωπικό, ενεργό ΑΦΜ/VIES εφόσον πρόκειται για φορολογικό κάτοικο άλλου κράτους-μέλους κ.λ.π.).
Eπίσης, να φορολογείται στην αλλοδαπή χώρα στην οποία έχει την έδρα της και όχι απλώς να είναι φορολογικός κάτοικος της χώρας αυτής.
Όσον αφορά στο θέμα του πραγματικού οικονομικού οφέλους που αποφέρει μια συναλλαγή με εταιρεία της αλλοδαπής, αυτό μπορεί να εκτιμηθεί εάν εξετασθούν ενδεικτικά:
• Οι τιμές αγοράς των προϊόντων ή υπηρεσιών, όπως αυτές προκύπτουν από συγκριτική οικονομική ανάλυση για ομοειδή προϊόντα άλλων επιχειρήσεων, φορολογικών κατοίκων σε συνεργάσιμα κράτη ή κράτη που δεν υπόκεινται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς.
• Εάν τα αγοραζόμενα προϊόντα ή πρώτες ύλες δεν παράγονται σε άλλη χώρα που να θεωρείται συνεργάσιμη κ.λ.π.
• Εάν η τιμή αγοράς του προϊόντος (π.χ. καφέ) είναι η ίδια με την τιμή κλεισίματος αυτού σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά.
Τέλος, επισημαίνεται ότι οι υπό εξέταση δαπάνες δεν εμπίπτουν στις προαναφερθείσες διατάξεις όταν καταβάλλονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις τους στην αλλοδαπή, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές προβλέπεται η τήρηση ειδικών φακέλων, προκειμένου για την τεκμηρίωση των τιμών των ενδοομιλικών συναλλαγών.
*Ο κ. Γιώργος Σαμοθράκης και η κ. Τζένη Πάνου είναι υπεύθυνοι του φορολογικού τμήματος της ASnetwork (www.asnetwork.gr).
KATHIMERINI.GR
facebook
twitter
google+
fb share