«Το νέο εποπτικό πλαίσιο Solvency II είναι υπέρ των εφήμερων σχέσεων μεταξύ των ασφαλιστικών εταιρειών και των πελατών τους και όχι υπέρ ενός γάμου μεταξύ τους» υποστήριξε χαριτολογώντας γνωστό στέλεχος της εγχώριας ασφαλιστικής βιομηχανίας, θέλοντας να δείξει με παραστατικό τρόπο τις δρομολογούμενες αλλαγές στα προσφερόμενα προϊόντα.
Η ουσία είναι ότι το νέο ευρωπαϊκό εποπτικό πλαίσιο, επειδή θέλει να διασφαλίσει τα συμφέροντα των πελατών από ενδεχόμενα «λουκέτα» ασφαλιστικών εταιρειών, ζητά από τις τελευταίες πολύ μεγαλύτερο ύψος κεφαλαίων, σε περίπτωση που αναλαμβάνουν υψηλότερους κινδύνους.
Όταν λοιπόν επιλέγουν να δεσμευθούν έναντι των πελατών τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε αυτό θα σημάνει για τους μετόχους τους πως θα πρέπει: α) Να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να καλύψουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, β) Να δουν την αποδοτικότητα της επένδυσής τους να μειώνεται.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες ολοένα και περισσότερο σταματούν τη διάθεση ισόβιων προϊόντων υγείας και στρέφουν την προσοχή τους προς τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα υποστηρίζει παράγοντας της αγοράς: «Εμείς προσφέρουμε προϊόντα και των δύο κατηγοριών. Ενημερώνουμε αναλυτικά τον πελάτη για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του καθενός εξ αυτών. Πάντως, επειδή το νέο εποπτικό πλαίσιο θεωρεί πως τα ισόβια προγράμματα ενέχουν μεγαλύτερους κινδύνους για τις ασφαλιστικές εταιρείες, τις τιμωρεί κεφαλαιακά, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να διαθέτουν τα προϊόντα της συγκεκριμένης κατηγορίας με επαχθέστερους όρους για τους πελάτες τους.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αναρωτηθεί, γιατί οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν απορροφούν το επιπλέον αυτό κόστος. Μα γιατί κατά την τελευταία διετία έχουν ήδη επιβαρυνθεί σε μεγάλο βαθμό από τις αυξημένες φορολογίες που έχουν επιβληθεί εξαιτίας του τρίτου μνημονίου, με την αύξηση του φόρου κύκλου εργασιών και του ΦΠΑ στις υπηρεσίες υγείας. Οι εταιρείες λοιπόν απορρόφησαν ένα μεγάλο κομμάτι των παραπάνω φόρων, καθώς τα πορτοφόλια των νοικοκυριών δεν αντέχουν στις μέρες μας για πρόσθετες επιβαρύνσεις».
Άλλη κατηγορία προϊόντων που επηρεάζεται από την εφαρμογή του Solvency II είναι τα συνταξιοδοτικά-επενδυτικά προγράμματα κλασικού τύπου που συνοδεύονται από ελάχιστες ετήσιες εγγυημένες αποδόσεις. Όσο και αν αυτές οι αποδόσεις έχουν περιοριστεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν (δύσκολα υπερβαίνουν το 1,5%), αρκετές εταιρείες αποφεύγουν να προσφέρουν τέτοια προϊόντα, περιορίζοντας την γκάμα τους είτε σε προγράμματα που απλά εγγυώνται το ύψος του κεφαλαίου, είτε κυρίως σε πακέτα τύπου unit-linked, όπου τον κίνδυνο τον αναλαμβάνει ο ίδιος ο πελάτης.
«Σε μια περίοδο τόσο χαμηλών μακροπρόθεσμων επιτοκίων και τόσο υψηλού κινδύνου σε διεθνές επίπεδο, θεωρείται παράτολμο μια ασφαλιστική εταιρεία να προσφέρει μεγάλες εγγυημένες ετήσιες αποδόσεις για μια δεκαετία ή για μια εικοσαετία. Πέραν αυτού, ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος της εγγυημένης απόδοσης. Υπάρχουν και άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά τα οποία θα πρέπει να επικοινωνηθούν στον πελάτη, προκειμένου να τα συνεκτιμήσει και να πάρει την τελική του απόφαση» δηλώνεται χαρακτηριστικά.
Στέφανος Kοτζαμάνηςkotzamanis@euro2day.gr
Η ουσία είναι ότι το νέο ευρωπαϊκό εποπτικό πλαίσιο, επειδή θέλει να διασφαλίσει τα συμφέροντα των πελατών από ενδεχόμενα «λουκέτα» ασφαλιστικών εταιρειών, ζητά από τις τελευταίες πολύ μεγαλύτερο ύψος κεφαλαίων, σε περίπτωση που αναλαμβάνουν υψηλότερους κινδύνους.
Όταν λοιπόν επιλέγουν να δεσμευθούν έναντι των πελατών τους για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε αυτό θα σημάνει για τους μετόχους τους πως θα πρέπει: α) Να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να καλύψουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, β) Να δουν την αποδοτικότητα της επένδυσής τους να μειώνεται.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες ολοένα και περισσότερο σταματούν τη διάθεση ισόβιων προϊόντων υγείας και στρέφουν την προσοχή τους προς τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα υποστηρίζει παράγοντας της αγοράς: «Εμείς προσφέρουμε προϊόντα και των δύο κατηγοριών. Ενημερώνουμε αναλυτικά τον πελάτη για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του καθενός εξ αυτών. Πάντως, επειδή το νέο εποπτικό πλαίσιο θεωρεί πως τα ισόβια προγράμματα ενέχουν μεγαλύτερους κινδύνους για τις ασφαλιστικές εταιρείες, τις τιμωρεί κεφαλαιακά, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να διαθέτουν τα προϊόντα της συγκεκριμένης κατηγορίας με επαχθέστερους όρους για τους πελάτες τους.
Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να αναρωτηθεί, γιατί οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν απορροφούν το επιπλέον αυτό κόστος. Μα γιατί κατά την τελευταία διετία έχουν ήδη επιβαρυνθεί σε μεγάλο βαθμό από τις αυξημένες φορολογίες που έχουν επιβληθεί εξαιτίας του τρίτου μνημονίου, με την αύξηση του φόρου κύκλου εργασιών και του ΦΠΑ στις υπηρεσίες υγείας. Οι εταιρείες λοιπόν απορρόφησαν ένα μεγάλο κομμάτι των παραπάνω φόρων, καθώς τα πορτοφόλια των νοικοκυριών δεν αντέχουν στις μέρες μας για πρόσθετες επιβαρύνσεις».
Άλλη κατηγορία προϊόντων που επηρεάζεται από την εφαρμογή του Solvency II είναι τα συνταξιοδοτικά-επενδυτικά προγράμματα κλασικού τύπου που συνοδεύονται από ελάχιστες ετήσιες εγγυημένες αποδόσεις. Όσο και αν αυτές οι αποδόσεις έχουν περιοριστεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν (δύσκολα υπερβαίνουν το 1,5%), αρκετές εταιρείες αποφεύγουν να προσφέρουν τέτοια προϊόντα, περιορίζοντας την γκάμα τους είτε σε προγράμματα που απλά εγγυώνται το ύψος του κεφαλαίου, είτε κυρίως σε πακέτα τύπου unit-linked, όπου τον κίνδυνο τον αναλαμβάνει ο ίδιος ο πελάτης.
«Σε μια περίοδο τόσο χαμηλών μακροπρόθεσμων επιτοκίων και τόσο υψηλού κινδύνου σε διεθνές επίπεδο, θεωρείται παράτολμο μια ασφαλιστική εταιρεία να προσφέρει μεγάλες εγγυημένες ετήσιες αποδόσεις για μια δεκαετία ή για μια εικοσαετία. Πέραν αυτού, ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος της εγγυημένης απόδοσης. Υπάρχουν και άλλα σημαντικά χαρακτηριστικά τα οποία θα πρέπει να επικοινωνηθούν στον πελάτη, προκειμένου να τα συνεκτιμήσει και να πάρει την τελική του απόφαση» δηλώνεται χαρακτηριστικά.
Στέφανος Kοτζαμάνηςkotzamanis@euro2day.gr
facebook
twitter
google+
fb share