- Νέες περιπτώσεις παραβάσεων και αντίστοιχες κυρώσεις προστίθενται στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας με τον πρόσφατο νόμο 4474/2017. Ειδικότερα προβλέπεται πρόστιμο από 500 ευρώ μέχρι και 1.000 ευρώ για τη μη έκδοση ή την ανακριβή έκδοση ή λήψη παραστατικών, ως προς πράξεις που δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ, καθώς και για τη διακίνηση αγαθών χωρίς την ύπαρξη παραστατικών στοιχείων διακίνησης. Επιπλέον, πρόστιμο 100 ευρώ προβλέπεται σε κάθε περίπτωση μη εξόφλησης φορολογικών στοιχείων συνολικής αξίας άνω των 500 ευρώ με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής.
• Στον ίδιο νόμο προβλέπεται ότι η τυχόν μεταβολή της ερμηνευτικής θέσης της Φορολογικής Διοίκησης δεν ισχύει αναδρομικά σε περίπτωση που συνεπάγεται αναδρομική φορολογική επιβάρυνση του φορολογουμένου. Ετσι, καθίσταται σαφές ότι δεν θεωρείται ότι ο φορολογούμενος δεν έχει υποβάλει δήλωση ή ότι υπέβαλε ανακριβή δήλωση, εφόσον για τις δηλωτικές του υποχρεώσεις ακολούθησε τις οδηγίες της Φορολογικής Διοίκησης, κατά τον χρόνο γένεσης της φορολογικής του υποχρέωσης.
• Απαλλάσσονται από την υποχρέωση για παρακράτηση φόρου οι αμοιβές διοίκησης ή για τεχνικές, συμβουλευτικές και άλλες παρόμοιες υπηρεσίες που καταβάλλονται σε νομικά πρόσωπα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.) ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα μέσω μόνιμης εγκατάστασης. Ουσιαστικά με τη ρύθμιση αυτή τα παραπάνω νομικά πρόσωπα εξομοιώνονται, ως προς τη μη παρακράτηση φόρου, με τα ημεδαπά. Η απαλλαγή δεν καταλαμβάνει τα νομικά πρόσωπα ή τις νομικές οντότητες με φορολογική κατοικία σε τρίτη χώρα εκτός Ε.Ε. ή ΕΟΧ.
• Διευρύνεται ο κύκλος των δικαιούχων της απαλλαγής από τον φόρο κληρονομιών για την αιτία θανάτου απόκτηση πρώτης κατοικίας. Η απαλλαγή καταλαμβάνει πλέον τους Ελληνες, τους υπηκόους των κρατών-μελών της Ε.Ε. καθώς και τους υπηκόους των κρατών του ΕΟΧ, ανεξαρτήτως του εάν είναι κάτοικοι Ελλάδος ή όχι. Η απαλλαγή έχει εφαρμογή και στην απόκτηση πρώτης κατοικίας αιτία γονικής παροχής σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου.
• Παρατείνεται για δύο έτη (2017 και 2018) η αναστολή επιβολής συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ για τα αγροτεμάχια των φυσικών προσώπων. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου 4474/2017, η διάταξη κρίθηκε απαραίτητη, δεδομένου ότι τα αγροτεμάχια των φυσικών προσώπων δεν έχουν υπαχθεί μέχρι σήμερα σε συμπληρωματικό φόρο, προκειμένου να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στους φορολογουμένους να ελέγξουν και τους δασικούς χάρτες και να προβούν, όπου απαιτείται, στις απαραίτητες διορθώσεις.
• Από 1.1.2018 και για κάθε επόμενο έτος, στη βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών ελεύθερου επαγγελματία προστίθενται οι καταβλητέες ασφαλιστικές εισφορές. Εξαιρετικά για το 2018, προβλέπεται ότι οι ασφαλιστικές εισφορές θα υπολογιστούν επί του ποσού που αντιστοιχεί στο 85% της βάσης προσδιορισμού των εισφορών. Η παραπάνω πρόσθετη επιβάρυνση αφορά τα πρόσωπα που έχουν υποχρέωση ασφάλισης ως ελεύθεροι επαγγελματίες, δηλαδή ενδεικτικά αυτοαπασχολούμενοι, μέλη Δ.Σ. που είναι παράλληλα και μέτοχοι άνω του 3%, διαχειριστές ΙΚΕ κ.ά.
• Τα μερίσματα και οι αμοιβές που τυχόν λαμβάνουν από τα κέρδη μέλη διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας που είναι παράλληλα και μέτοχοι άνω του 3%, θα υπόκεινται σε ασφαλιστικές εισφορές που θα καταβάλλονται από τους ίδιους με ποσοστό 26,95%. Αυτό φαίνεται να προκύπτει με την πρόσφατη τροποποίηση της σχετικής υπουργικής απόφασης του ΕΦΚΑ (25599/1453/6.6.2017). Η τροποποίηση αυτή δεν φαίνεται να επηρεάζει το ασφαλιστικό καθεστώς των αμοιβών μελών διοικητικού συμβουλίου που καταβάλλονται και λογιστικοποιούνται ως δαπάνες της εταιρείας.
• Αδιευκρίνιστη εξακολουθεί να παραμένει η ασφαλιστική αντιμετώπιση των αμοιβών που λαμβάνουν από τα κέρδη τα μέλη του Δ.Σ. με συμμετοχή στο κεφάλαιο μικρότερη του 3%. Εάν αυτές εξομοιώνονται ασφαλιστικά με τις αμοιβές που λαμβάνουν τα μέλη από τις δαπάνες της εταιρείας, τότε εισφορές θα οφείλονται με ποσοστό 34,10% (12,72% ο ασφαλισμένος και 21,38% η εταιρεία).
• Δικαίωμα επιστροφής του φόρου εισοδήματος που προκαταβλήθηκε παρέχεται στον φορολογούμενο στον βαθμό που η προκαταβολή υπερβαίνει το τελικό ποσό φόρου, όπως αυτό προκύπτει από τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος. Η αξίωση επιστροφής παραγράφεται μετά την πάροδο τριετίας από το τέλος του έτους εντός του οποίου υπεβλήθη η φορολογική δήλωση για τις χρήσεις μέχρι 31.12.2013. Εάν, όμως, μετά μελλοντικό φορολογικό έλεγχο εκδοθεί πράξη βεβαίωσης φόρου, η οποία αυξάνει την αρχικά δηλωθείσα φορολογητέα ύλη (αλλά ο οφειλόμενος φόρος εξακολουθεί να είναι μικρότερος του αρχικά προκαταβληθέντος), τότε δημιουργείται νέα αξίωση προς επιστροφή του επιπλέον προκαταβληθέντος ποσού. Σε αυτήν την περίπτωση, οι φορολογικές αρχές δεν μπορούν να απορρίπτουν αίτημα επιστροφής του φορολογουμένου με αιτιολογία την παρέλευση του χρόνου παραγραφής (ΣτΕ 1024/2017).
Πηγή: Grant Thornton
facebook
twitter
google+
fb share