Το υψηλό κόστος ενέργειας, η φορολογία, οι ασφαλιστικές εισφορές, η δικαιοσύνη, το χωροταξικό πλαίσιο, η γραφειοκρατία, οι υποδομές και η αγορά εργασίας, είναι τα βασικότερα προβλήματα-προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική βιομηχανία, προκειμένου να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, όπως προκύπτει από την έκθεση του ΙΟΒΕ που χρηματοδότησε η «Ελληνική Παραγωγή - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη».
Η μακροχρόνια κρίση στη χώρα αλλά και η γενικότερη υποχώρηση του μεταποιητικού τομέα στην ΕΕ, που συμπαρέσυρε και την εγχώρια βιομηχανία, θέτει προ των ευθυνών της την κυβέρνηση, ώστε με μια σειρά υποστηρικτικών μέτρων να επανεντάξει τον μεταποιητικό τομέα στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
«Ο μεταποιητικός τομέας ήταν δεύτερη και τρίτη προτεραιότητα για την πολιτεία» επισήμανε χθες ο Μιχάλης Στασινόπουλος, μέλος του δ.σ. της Βιοχάλκο και εκ των εμπνευστών της πρωτοβουλίας «Ελληνική Παραγωγή - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη».
Για να φτάσουμε όμως από το περίπου 8% που βρίσκεται σήμερα η συνεισφορά του μεταποιητικού τομέα στο ΑΕΠ στο 15%, που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ, απαιτείται η λήψη μιας σειράς μέτρων εκ μέρους της πολιτείας, αλλά και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες από τον μεταποιητικό τομέα στην κατεύθυνση αύξησης της παραγωγικότητας και βελτίωσης της εξωστρέφειας. Δηλαδή, πέρα από τις πολιτικές υποστήριξης της μεταποίησης που αφορά σε ενέργειες τις οποίες πρέπει να σχεδιάσει, υλοποιήσει και διαμορφώσει το κράτος, οι ίδιες οι επιχειρήσεις έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στον σχεδιασμό της στρατηγικής τους, στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που διαμορφώνεται.
Το κόστος ενέργειας
Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερες από εκείνες που ισχύουν για τους ανταγωνιστές τους σε άλλες χώρες. Συγκεκριμένα, η τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για φορτίο βάσης 24ωρης λειτουργίας για την ελληνική βιομηχανία έντασης ενέργειας (ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας 50-1000 GWh), περιλαμβανομένων όλων των επιβαρύνσεων, κινείται στην περιοχή των €62/MWh.
Λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες εκπτώσεις επί της ονομαστικής τιμής της ενέργειας, τις πολιτικές αντιστάθμισης ενεργειακού κόστους (αλλά όχι τις ειδικές συμφωνίες που συνάπτουν οι προμηθευτές με μεμονωμένους βιομηχανικούς καταναλωτές), το μέσο πραγματικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας στην Ελλάδα (€62/MWh) το 2013 ήταν 29,2% υψηλότερο από ό,τι σε Γερμανία (€48/MWh) και Ισπανία (€48/MWh) και 19,2% υψηλότερο από ό,τι στην Ιταλία (€52/MWh).
Γι' αυτό, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, είναι απαραίτητα κάποια μέτρα μείωσης του κόστους ενέργειας για την ελληνική μεταποίηση. Η πρόσφατη κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο φυσικό αέριο για ηλεκτροπαραγωγή και η σημαντική μείωσή του στη βιομηχανική χρήση είναι μέτρα προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο είναι απαραίτητες περαιτέρω ρυθμίσεις για τη μείωση του ενεργειακού κόστους των μεταποιητικών επιχειρήσεων, αναφέρεται στην έκθεση, στην οποία το ενεργειακό θεωρείται το σημαντικότερο πρόβλημα.
Η φορολογία
Η φορολογία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλή και το φορολογικό καθεστώς εξαιρετικά πολύπλοκο. Επιπλέον, οι φορολογικοί κανόνες αλλάζουν πολύ συχνά και με τρόπο απρόβλεπτο, με συνέπεια οι επιχειρήσεις να αδυνατούν να κάνουν αξιόπιστες μακροχρόνιες προβλέψεις των φορολογικών τους υποχρεώσεων. Το ρευστό αυτό περιβάλλον αποτελεί έναν κρίσιμο αποτρεπτικό παράγοντα για κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα. Για την ενίσχυση της ελληνικής μεταποίησης είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσης των φορολογικών βαρών για τις παραγωγικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα εκείνες που συνεισφέρουν σημαντικά στην απασχόληση, προσφέροντας υψηλούς μισθούς και καλλιεργώντας τις δεξιότητες των εργαζομένων, αναφέρεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ.
Επίσης είναι αναγκαίο να αποκατασταθεί σταθερότητα στο φορολογικό πλαίσιο, ενδεχομένως με τη θεσμοθέτηση εγγυημένου φορολογικού καθεστώτος για ορισμένες κατηγορίες μεταποιητικών δραστηριοτήτων, ή για επιχειρήσεις με μεγάλες επενδύσεις σε σχηματισμό κεφαλαίου, ή με μεγάλο αριθμό νέων προσλήψεων για δεδομένο χρονικό διάστημα.
Οι ασφαλιστικές εισφορές
Το ύψος των εισφορών σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης, τις οποίες καλούνται να καταβάλλουν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες στην Ελλάδα, είναι εξαιρετικά υψηλό σχεδόν για κάθε κατηγορία εργαζομένων, αυξάνοντας το κόστος εργασίας για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα έδινε ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση στην ελληνική μεταποίηση.
Ιδιαίτερα ευεργετικές επιδράσεις στην απασχόληση θα είχε η αποδέσμευση των ασφαλιστικών εισφορών από το πλήθος των εργαζομένων κάθε επιχείρησης. Το παρόν καθεστώς εισφορών, κατά το οποίο οι ασφαλιστικές εισφορές αυξάνονται ανάλογα με το πλήθος των απασχολούμενων, δημιουργεί αντικίνητρο για προσλήψεις.
Αν το ύψος των εισφορών που οφείλει η κάθε επιχείρηση να καταβάλλει υπολογίζεται σε συνάρτηση άλλων χαρακτηριστικών της επιχείρησης, πλην του αριθμού των απασχολουμένων, η αρνητική αυτή επίδραση στα κίνητρα των επιχειρήσεων για προσλήψεις θα εκλείψει και η απασχόληση θα ενισχυθεί σημαντικά. Η ασφαλιστική οφειλή των επιχειρήσεων θα μπορούσε επί παραδείγματι να υπολογίζεται ως ποσοστό των ακαθάριστων κερδών, ή της προστιθέμενης αξίας (με την έννοια του ποσού επί του οποίου υπολογίζεται ο ΦΠΑ), ή άλλων χαρακτηριστικών της επιχείρησης.
Το ύψος των σχετικών συντελεστών θα μπορούσε να προσδιοριστεί έτσι ώστε τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων να μη μειωθούν και έτσι η αποκατάσταση των κινήτρων για προσλήψεις δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα στα δημόσια οικονομικά.
Η δικαιοσύνη
Η πολυπλοκότητα του νομικού πλαισίου που ρυθμίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους λειτουργίας των μεταποιητικών επιχειρήσεων, καθώς και οι συχνές και απρόβλεπτες αλλαγές του εν λόγω πλαισίου, είναι άλλος ένας παράγοντας που δυσχεραίνει την ανάπτυξη της μεταποιητικής δραστηριότητας, είτε εμποδίζοντας κάποιες μορφές δραστηριοτήτων, είτε αυξάνοντας το κόστος των επιχειρήσεων, καθιστώντας χρονοβόρα και δαπανηρή την εξασφάλιση αδειών για δραστηριότητες, αλλά και απαιτώντας την προμήθεια υλικού και υπηρεσιών για την συμμόρφωση με κανονισμούς.
Η κατάργηση περιττών ή αναχρονιστικών νομικών διατάξεων, η επίλυση προβλημάτων αντικρουόμενων διατάξεων, η κωδικοποίηση της συχνά ξεπερασμένης νομοθεσίας και η απλοποίηση των διαδικασιών για την έκδοση αδειών για μεταποιητικές δραστηριότητες θα βοηθούσαν σημαντικά στη μείωση του λειτουργικού κόστους των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων.
Ένας ακόμη επιβαρυντικός παράγοντας στην λειτουργίας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και απλές υποθέσεις διαφορών για φορολογικά θέματα μπορεί να χρειαστούν πολλά χρόνια μέχρι να επιλυθούν οριστικά, αναφέρεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ.
Η γραφειοκρατία
Άμεσα συνδεδεμένο με το πρόβλημα της πολυνομίας είναι κι εκείνο της έντονης γραφειοκρατίας στην Ελλάδα. Οι πολύπλοκες, συχνά ασαφείς και χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης αποτελούν σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εγχώριας μεταποίησης.
Χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης όπου μπορεί να απαιτηθούν αρκετά χρόνια μέχρι να ολοκληρωθούν οι απαραίτητες διαδικασίες. Η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και η δημιουργία ειδικού πλαισίου για τη μείωση του γραφειοκρατικού βάρους σε παραγωγικές δραστηριότητες, με την πλήρη εφαρμογή και επέκταση του θεσμού του one-stop-shop και των διαδικασιών ταχύτερης αδειοδότησης (fast-track) για μεταποιητικές δραστηριότητες με μεγάλη αναπτυξιακή προοπτική, θα βοηθούσαν πολύ στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ένα ακόμη μέτρο που θα μπορούσε να βοηθήσει στην επιτάχυνση των διαδικασιών υλοποίησης νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων θα ήταν η χορήγηση αδειών για κάποιες δραστηριότητες χωρίς προηγούμενο έλεγχο των προϋποθέσεων (έλεγχος δικαιολογητικών, επιτόπιες αυτοψίες κ.λπ.), αλλά απλώς με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου ότι θα εξασφαλίσει την τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει η νομοθεσία και θα προμηθευτεί τα απαραίτητα δικαιολογητικά, σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Το χωροταξικό πλαίσιο
Η δημιουργία νέων μεταποιητικών εγκαταστάσεων, όπως συχνά και η επέκταση των υπαρχουσών, υπόκειται σε χρονοβόρες και δαπανηρές γραφειοκρατικές διαδικασίες αδειοδότησης, μεταξύ άλλων λόγω του γεγονότος ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα επαρκώς σαφές και πλήρες χωροταξικό σχέδιο για την εγκατάσταση παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι ορυκτές πρώτες ύλες για την εξόρυξη των οποίων δεν υφίσταται Χωροταξικός Σχεδιασμός καίτοι προβλέπεται από την Εθνική Πολιτική ήδη από το 2011. Η επιτάχυνση των διαδικασιών ολοκλήρωσης του χωροταξικού σχεδιασμού σε κάθε περιφέρεια της χώρας θα βοηθούσε σημαντικά, απλοποιώντας την αδειοδοτική διαδικασία δεδομένου ότι θα αποσαφηνίζονταν οι χρήσεις γης σε τοπικό επίπεδο (και όχι μόνο σε Εθνικό η Περιφερειακό). Σε αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν επίσης πολύ χρήσιμη η ταχεία ολοκλήρωση της κτηματογράφησης στη χώρα.
Οι υποδομές
Ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μεταποίησης είναι το υψηλό μεταφορικό κόστος, το οποίο εν μέρει οφείλεται στις ανεπαρκείς υποδομές της χώρας. Είναι λοιπόν σημαντικό να βελτιωθούν οι υποδομές στον τομέα των μεταφορών, κυρίως σε ό,τι αφορά στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, σημειώνεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ.
Η αγορά εργασίας
Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα, παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών, παραμένει δύσκαμπτη. Συνεπώς είναι απαραίτητο να συνεχίσουν οι μεταρρυθμίσεις που θα την καταστήσουν πιο ελαστική, ιδιαίτερα σε σχέση με τη δυνατότητα πρόσληψης εργαζομένων μερικής απασχόλησης και σε σχέση με το καθεστώς προστασίας των εργαζομένων από απολύσεις.
Η κυκλική οικονομία
Είναι επίσης σημαντικό να θεσπιστεί ρυθμιστικό πλαίσιο, να δημιουργηθούν υποδομές και να δοθούν κίνητρα για τη σταδιακή μετάβαση της ελληνικής μεταποίησης από το παραδοσιακό μοντέλο παραγωγής στο μοντέλο της κυκλικής οικονομίας, σημειώνει το ΙΟΒΕ.
Η κυκλική οικονομία είναι το μοντέλο οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας που δίνει έμφαση στη χρήση ανακυκλωμένων πρώτων υλών, στην εξοικονόμηση πόρων και ενέργειας, στον σχεδιασμό προϊόντων με στόχο την επιμήκυνση της ωφέλιμης ζωής τους, την επισκευή και επαναχρησιμοποίησή τους και ιδιαίτερα την ανάκτηση εξαρτημάτων και υλικών μετά τη χρήση τους, σε αντιδιαστολή με την καθιερωμένη γραμμική προσέγγιση παραγωγής (χρήση νέων πρώτων υλών, παραγωγή προϊόντος, χρήση, απόρριψη), κατά την οποία ο σχεδιασμός του προϊόντος είναι αποκλειστικά εστιασμένος στη φάση της χρήσης του, αγνοώντας τα υπόλοιπα στάδια του κύκλου ζωής του προϊόντος.
Η παραγωγή σύμφωνα με το μοντέλο της κυκλικής οικονομίας αποφέρει σημαντικά οφέλη, σε όρους εξοικονόμησης πρώτων υλών και ενέργειας, αλλά και περιορισμού των αποβλήτων, μειώνοντας τον αρνητικό αντίκτυπο της παραγωγικής δραστηριότητας στο περιβάλλον, και ταυτόχρονα συνεισφέροντας στην παραγωγική αυτάρκεια και στην ασφάλεια εφοδιασμού μιας οικονομίας, αμβλύνοντας τις εξαρτήσεις από εισαγόμενες πρώτες ύλες.
Στρατηγικές δράσης από την πλευρά της μεταποίησης
Όπως προαναφέρθηκε, πέρα από τις πολιτικές υποστήριξης της μεταποίησης που αφορά σε ενέργειες τις οποίες πρέπει να σχεδιάσει, υλοποιήσει και διαμορφώσει το Κράτος, οι ίδιες οι επιχειρήσεις έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στο σχεδιασμό της στρατηγικής τους, στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Υπάρχουν δηλαδή συγκεκριμένες κατευθύνσεις προς τις οποίες πρέπει να κινηθούν, ώστε να μπορέσουν να αναβαθμίσουν το περιεχόμενο των προϊόντων και υπηρεσιών τους και να συμμετέχουν ενεργά σε αυτό που ονομάζεται παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (global value chains).
Πιο συγκεκριμένα, λόγω της αυξανόμενης διασύνδεσης των οικονομιών σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγική διαδικασία ή η αλυσίδα αξίας ενός προϊόντος μπορεί να καταμεριστεί σε επιμέρους διεργασίες και να εκτελεστούν σε διάφορα σημεία του κόσμου.
Σε αυτές τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας μετέχουν αυτόνομες επιχειρήσεις οι οποίες είναι εξειδικευμένες σε στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, λόγω συγκριτικού ή τεχνολογικού πλεονεκτήματος, χωρίς να είναι απαραίτητα θυγατρικές μεγάλων πολυεθνικών. Δημιουργούνται έτσι δίκτυα επιχειρήσεων που συνδέουν παραγωγούς και αγοραστές, με αποτέλεσμα ακόμα και μικρομεσαίες ή και μικρές επιχειρήσεις να μπορούν να συμμετάσχουν σε αυτές. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί επομένως σημαντικές ευκαιρίες για την εγχώρια μεταποίηση, τις οποίες και πρέπει να αξιοποιήσει.
Ωστόσο, η στρατηγική εισόδου σε αυτές τις παγκόσμιες αλυσίδας αξίας αφενός δεν είναι αυτόματη, αφετέρου, λόγω του υψηλού ανταγωνισμού έχει και κάποιο κόστος προσαρμογής, καθώς ορισμένες δραστηριότητες αναπτύσσονται, άλλες φθίνουν, και καθώς οι δραστηριότητες μετεγκαθίστανται σε άλλες χώρες.
Σε κάθε περίπτωση όμως απαιτεί την προώθηση από την πλευρά της μεταποίησης στρατηγικών διαφοροποίησης, διεθνοποίησης και επένδυσης σε τεχνολογικές και οργανωσιακές ικανότητες των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων, έτσι ώστε να μπορούν να διαμορφώσουν μια αναβαθμισμένη «νέα θέση» στον Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας. Ενδεικτικά:
* Διάχυση, διείσδυση και χρήση ΤΠΕ στο επιχειρηματικό-παραγωγικό σύστημα. Ταυτόχρονα οι μεταποιητικές επιχειρήσεις πρέπει να στοχεύουν στη διαρκή εκπαίδευση και κατάρτιση σε δεξιότητες ΤΠΕ, ώστε να βελτιώνονται οι αντίστοιχες δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού τους στη χρήση ΤΠΕ.
* Ενίσχυση της εξωστρέφειας και της διεθνοποίησης των επιχειρήσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και των μεταποιητικών ΜΜΕ. Εδώ, κρίνεται απαραίτητη η υποστήριξη και από την πλευρά τους κράτους, με την ενεργοποίηση και ανάπτυξη συμβουλευτικών υπηρεσιών υποστήριξης επιχειρηματικής εξωστρέφειας για την απόκτηση πρόσβασης σε πληροφορίες για ξένες αγορές, κατά τη διαδικασία διεθνοποίησης μιας μεταποιητικής επιχείρησης.
Μία δράση θα μπορούσε επίσης να είναι η ψηφιοποίηση εξαγωγικών δραστηριοτήτων με τη δημιουργία-λειτουργία ενιαίου ηλεκτρονικού παραθύρου για εξαγωγές (single window for exports), το οποίο θα συγκεντρώνει τις απαραίτητες τυποποιημένες πληροφορίες για τη διενέργεια εξαγωγών και θα περιορίσει τον αριθμό των απαιτούμενων σχετικών εγγράφων.
Επίσης σκόπιμη είναι η δημιουργία «κόμβων» εξυπηρέτησης ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό (“Greek Business Hubs”) με ενσωμάτωση / συμμετοχή όλων των υφιστάμενων δομών και φορέων που ήδη λειτουργούν (γραφεία ΟΕΥ, σύνδεσμοι ελληνικών επιχειρήσεων, διμερή επιμελητήρια), αναφέρεται στην έκθεση.
* Ενθάρρυνση συνεργασιών και δικτύωσης μεταξύ των επιχειρήσεων, πανεπιστημίων, ερευνητικών φορέων και συμβουλευτικών δομών. Για να μπορέσουν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις να αναβαθμίσουν το περιεχόμενο των υπηρεσιών τους πρέπει να συνεργαστούν στα ζητήματα R&D και καινοτομίας με την πανεπιστημιακή κοινότητα. Η απουσία στενών δεσμών μεταξύ επιστήμης και βιομηχανίας αποτελεί σημαντική υστέρηση στην εποχή της νέας οικονομίας όπου το γραμμικό μοντέλο καινοτομίας έχει γίνει αναποτελεσματικό και έτσι η αλληλεπίδραση μεταξύ των δρώντων φορέων της καινοτομίας αποτελεί κλειδί για την επιτυχή ώθηση της καινοτομίας προσαρμοσμένης στις ανάγκες της αγοράς.
* Αξιοποίηση τοπικών δυνατοτήτων και ανάπτυξη των περιφερειακών παραγωγικών συστημάτων καινοτομίας. Η δημιουργία τοπικών συγκριτικών και ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων με καινοτομικό προσανατολισμό, δεν είναι μια εσωστρεφής ή τοπικιστική διαδικασία. Αντίθετα υποδηλώνει μια προσπάθεια μεταστροφής τοπικού ανταγωνισμού που στηρίζεται στις τιμές, στον ανταγωνισμό που βασίζεται στις νέες ιδέες, δηλαδή στη διαφοροποίηση και βελτίωση των προϊόντων ή υπηρεσιών, με στόχο την ανάπτυξη των τοπικών επιχειρήσεων σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο.
Πιο καθοριστική είναι όμως η ανάδειξη σημαντικών εμπορικών πυλών και πόλων ανάπτυξης εφοδιαστικής αλυσίδας με υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας και η αξιοποίηση εν δυνάμει εξωτερικών επιδράσεων που μπορεί να προκύψουν από τη γεωγραφική συγκέντρωση και από τη χωρική εγγύτητα των επιχειρήσεων εντός μιας περιφέρειας με τη μορφή:
- δημιουργίας οικονομιών κλίμακας,
- εξειδίκευσης ανθρώπινου δυναμικού,
- διάχυσης γνώσης,
- βελτιστοποίησης διαδικασιών μάθησης.
Και εδώ επίσης η ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ τοπικής κοινότητας, πανεπιστημίων-ΤΕΙ, περιφερειακών επιμελητηρίων-συνδέσμων και τοπικών επιχειρήσεων αλλά και η συνεργασία με μεγάλες παραγωγικές μονάδες της περιοχής μπορεί να τονώσει την εξωστρέφεια και των τοπικών επιχειρήσεων, σε όλο το εύρος της παραγωγής τους.
Σταμάτης Ζησίμουs.zisimou@euro2day.gr
Η μακροχρόνια κρίση στη χώρα αλλά και η γενικότερη υποχώρηση του μεταποιητικού τομέα στην ΕΕ, που συμπαρέσυρε και την εγχώρια βιομηχανία, θέτει προ των ευθυνών της την κυβέρνηση, ώστε με μια σειρά υποστηρικτικών μέτρων να επανεντάξει τον μεταποιητικό τομέα στην πρώτη γραμμή της προσπάθειας για την ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
«Ο μεταποιητικός τομέας ήταν δεύτερη και τρίτη προτεραιότητα για την πολιτεία» επισήμανε χθες ο Μιχάλης Στασινόπουλος, μέλος του δ.σ. της Βιοχάλκο και εκ των εμπνευστών της πρωτοβουλίας «Ελληνική Παραγωγή - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη».
Για να φτάσουμε όμως από το περίπου 8% που βρίσκεται σήμερα η συνεισφορά του μεταποιητικού τομέα στο ΑΕΠ στο 15%, που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ, απαιτείται η λήψη μιας σειράς μέτρων εκ μέρους της πολιτείας, αλλά και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες από τον μεταποιητικό τομέα στην κατεύθυνση αύξησης της παραγωγικότητας και βελτίωσης της εξωστρέφειας. Δηλαδή, πέρα από τις πολιτικές υποστήριξης της μεταποίησης που αφορά σε ενέργειες τις οποίες πρέπει να σχεδιάσει, υλοποιήσει και διαμορφώσει το κράτος, οι ίδιες οι επιχειρήσεις έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στον σχεδιασμό της στρατηγικής τους, στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που διαμορφώνεται.
Το κόστος ενέργειας
Οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλότερες από εκείνες που ισχύουν για τους ανταγωνιστές τους σε άλλες χώρες. Συγκεκριμένα, η τιμή ηλεκτρικής ενέργειας για φορτίο βάσης 24ωρης λειτουργίας για την ελληνική βιομηχανία έντασης ενέργειας (ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας 50-1000 GWh), περιλαμβανομένων όλων των επιβαρύνσεων, κινείται στην περιοχή των €62/MWh.
Λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες εκπτώσεις επί της ονομαστικής τιμής της ενέργειας, τις πολιτικές αντιστάθμισης ενεργειακού κόστους (αλλά όχι τις ειδικές συμφωνίες που συνάπτουν οι προμηθευτές με μεμονωμένους βιομηχανικούς καταναλωτές), το μέσο πραγματικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας για τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας στην Ελλάδα (€62/MWh) το 2013 ήταν 29,2% υψηλότερο από ό,τι σε Γερμανία (€48/MWh) και Ισπανία (€48/MWh) και 19,2% υψηλότερο από ό,τι στην Ιταλία (€52/MWh).
Γι' αυτό, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, είναι απαραίτητα κάποια μέτρα μείωσης του κόστους ενέργειας για την ελληνική μεταποίηση. Η πρόσφατη κατάργηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο φυσικό αέριο για ηλεκτροπαραγωγή και η σημαντική μείωσή του στη βιομηχανική χρήση είναι μέτρα προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο είναι απαραίτητες περαιτέρω ρυθμίσεις για τη μείωση του ενεργειακού κόστους των μεταποιητικών επιχειρήσεων, αναφέρεται στην έκθεση, στην οποία το ενεργειακό θεωρείται το σημαντικότερο πρόβλημα.
Η φορολογία
Η φορολογία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλή και το φορολογικό καθεστώς εξαιρετικά πολύπλοκο. Επιπλέον, οι φορολογικοί κανόνες αλλάζουν πολύ συχνά και με τρόπο απρόβλεπτο, με συνέπεια οι επιχειρήσεις να αδυνατούν να κάνουν αξιόπιστες μακροχρόνιες προβλέψεις των φορολογικών τους υποχρεώσεων. Το ρευστό αυτό περιβάλλον αποτελεί έναν κρίσιμο αποτρεπτικό παράγοντα για κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα. Για την ενίσχυση της ελληνικής μεταποίησης είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσης των φορολογικών βαρών για τις παραγωγικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα εκείνες που συνεισφέρουν σημαντικά στην απασχόληση, προσφέροντας υψηλούς μισθούς και καλλιεργώντας τις δεξιότητες των εργαζομένων, αναφέρεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ.
Επίσης είναι αναγκαίο να αποκατασταθεί σταθερότητα στο φορολογικό πλαίσιο, ενδεχομένως με τη θεσμοθέτηση εγγυημένου φορολογικού καθεστώτος για ορισμένες κατηγορίες μεταποιητικών δραστηριοτήτων, ή για επιχειρήσεις με μεγάλες επενδύσεις σε σχηματισμό κεφαλαίου, ή με μεγάλο αριθμό νέων προσλήψεων για δεδομένο χρονικό διάστημα.
Οι ασφαλιστικές εισφορές
Το ύψος των εισφορών σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης, τις οποίες καλούνται να καταβάλλουν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες στην Ελλάδα, είναι εξαιρετικά υψηλό σχεδόν για κάθε κατηγορία εργαζομένων, αυξάνοντας το κόστος εργασίας για τις μεταποιητικές επιχειρήσεις. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα έδινε ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση στην ελληνική μεταποίηση.
Ιδιαίτερα ευεργετικές επιδράσεις στην απασχόληση θα είχε η αποδέσμευση των ασφαλιστικών εισφορών από το πλήθος των εργαζομένων κάθε επιχείρησης. Το παρόν καθεστώς εισφορών, κατά το οποίο οι ασφαλιστικές εισφορές αυξάνονται ανάλογα με το πλήθος των απασχολούμενων, δημιουργεί αντικίνητρο για προσλήψεις.
Αν το ύψος των εισφορών που οφείλει η κάθε επιχείρηση να καταβάλλει υπολογίζεται σε συνάρτηση άλλων χαρακτηριστικών της επιχείρησης, πλην του αριθμού των απασχολουμένων, η αρνητική αυτή επίδραση στα κίνητρα των επιχειρήσεων για προσλήψεις θα εκλείψει και η απασχόληση θα ενισχυθεί σημαντικά. Η ασφαλιστική οφειλή των επιχειρήσεων θα μπορούσε επί παραδείγματι να υπολογίζεται ως ποσοστό των ακαθάριστων κερδών, ή της προστιθέμενης αξίας (με την έννοια του ποσού επί του οποίου υπολογίζεται ο ΦΠΑ), ή άλλων χαρακτηριστικών της επιχείρησης.
Το ύψος των σχετικών συντελεστών θα μπορούσε να προσδιοριστεί έτσι ώστε τα έσοδα των ασφαλιστικών ταμείων να μη μειωθούν και έτσι η αποκατάσταση των κινήτρων για προσλήψεις δεν θα δημιουργούσε πρόβλημα στα δημόσια οικονομικά.
Η δικαιοσύνη
Η πολυπλοκότητα του νομικού πλαισίου που ρυθμίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους λειτουργίας των μεταποιητικών επιχειρήσεων, καθώς και οι συχνές και απρόβλεπτες αλλαγές του εν λόγω πλαισίου, είναι άλλος ένας παράγοντας που δυσχεραίνει την ανάπτυξη της μεταποιητικής δραστηριότητας, είτε εμποδίζοντας κάποιες μορφές δραστηριοτήτων, είτε αυξάνοντας το κόστος των επιχειρήσεων, καθιστώντας χρονοβόρα και δαπανηρή την εξασφάλιση αδειών για δραστηριότητες, αλλά και απαιτώντας την προμήθεια υλικού και υπηρεσιών για την συμμόρφωση με κανονισμούς.
Η κατάργηση περιττών ή αναχρονιστικών νομικών διατάξεων, η επίλυση προβλημάτων αντικρουόμενων διατάξεων, η κωδικοποίηση της συχνά ξεπερασμένης νομοθεσίας και η απλοποίηση των διαδικασιών για την έκδοση αδειών για μεταποιητικές δραστηριότητες θα βοηθούσαν σημαντικά στη μείωση του λειτουργικού κόστους των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων.
Ένας ακόμη επιβαρυντικός παράγοντας στην λειτουργίας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και απλές υποθέσεις διαφορών για φορολογικά θέματα μπορεί να χρειαστούν πολλά χρόνια μέχρι να επιλυθούν οριστικά, αναφέρεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ.
Η γραφειοκρατία
Άμεσα συνδεδεμένο με το πρόβλημα της πολυνομίας είναι κι εκείνο της έντονης γραφειοκρατίας στην Ελλάδα. Οι πολύπλοκες, συχνά ασαφείς και χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης αποτελούν σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της εγχώριας μεταποίησης.
Χαρακτηριστικότερο είναι το παράδειγμα της περιβαλλοντικής αδειοδότησης όπου μπορεί να απαιτηθούν αρκετά χρόνια μέχρι να ολοκληρωθούν οι απαραίτητες διαδικασίες. Η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης και η δημιουργία ειδικού πλαισίου για τη μείωση του γραφειοκρατικού βάρους σε παραγωγικές δραστηριότητες, με την πλήρη εφαρμογή και επέκταση του θεσμού του one-stop-shop και των διαδικασιών ταχύτερης αδειοδότησης (fast-track) για μεταποιητικές δραστηριότητες με μεγάλη αναπτυξιακή προοπτική, θα βοηθούσαν πολύ στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ένα ακόμη μέτρο που θα μπορούσε να βοηθήσει στην επιτάχυνση των διαδικασιών υλοποίησης νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων θα ήταν η χορήγηση αδειών για κάποιες δραστηριότητες χωρίς προηγούμενο έλεγχο των προϋποθέσεων (έλεγχος δικαιολογητικών, επιτόπιες αυτοψίες κ.λπ.), αλλά απλώς με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου ότι θα εξασφαλίσει την τήρηση των προϋποθέσεων που θέτει η νομοθεσία και θα προμηθευτεί τα απαραίτητα δικαιολογητικά, σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Το χωροταξικό πλαίσιο
Η δημιουργία νέων μεταποιητικών εγκαταστάσεων, όπως συχνά και η επέκταση των υπαρχουσών, υπόκειται σε χρονοβόρες και δαπανηρές γραφειοκρατικές διαδικασίες αδειοδότησης, μεταξύ άλλων λόγω του γεγονότος ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα επαρκώς σαφές και πλήρες χωροταξικό σχέδιο για την εγκατάσταση παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα οι ορυκτές πρώτες ύλες για την εξόρυξη των οποίων δεν υφίσταται Χωροταξικός Σχεδιασμός καίτοι προβλέπεται από την Εθνική Πολιτική ήδη από το 2011. Η επιτάχυνση των διαδικασιών ολοκλήρωσης του χωροταξικού σχεδιασμού σε κάθε περιφέρεια της χώρας θα βοηθούσε σημαντικά, απλοποιώντας την αδειοδοτική διαδικασία δεδομένου ότι θα αποσαφηνίζονταν οι χρήσεις γης σε τοπικό επίπεδο (και όχι μόνο σε Εθνικό η Περιφερειακό). Σε αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν επίσης πολύ χρήσιμη η ταχεία ολοκλήρωση της κτηματογράφησης στη χώρα.
Οι υποδομές
Ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μεταποίησης είναι το υψηλό μεταφορικό κόστος, το οποίο εν μέρει οφείλεται στις ανεπαρκείς υποδομές της χώρας. Είναι λοιπόν σημαντικό να βελτιωθούν οι υποδομές στον τομέα των μεταφορών, κυρίως σε ό,τι αφορά στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, σημειώνεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ.
Η αγορά εργασίας
Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα, παρά τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών, παραμένει δύσκαμπτη. Συνεπώς είναι απαραίτητο να συνεχίσουν οι μεταρρυθμίσεις που θα την καταστήσουν πιο ελαστική, ιδιαίτερα σε σχέση με τη δυνατότητα πρόσληψης εργαζομένων μερικής απασχόλησης και σε σχέση με το καθεστώς προστασίας των εργαζομένων από απολύσεις.
Η κυκλική οικονομία
Είναι επίσης σημαντικό να θεσπιστεί ρυθμιστικό πλαίσιο, να δημιουργηθούν υποδομές και να δοθούν κίνητρα για τη σταδιακή μετάβαση της ελληνικής μεταποίησης από το παραδοσιακό μοντέλο παραγωγής στο μοντέλο της κυκλικής οικονομίας, σημειώνει το ΙΟΒΕ.
Η κυκλική οικονομία είναι το μοντέλο οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας που δίνει έμφαση στη χρήση ανακυκλωμένων πρώτων υλών, στην εξοικονόμηση πόρων και ενέργειας, στον σχεδιασμό προϊόντων με στόχο την επιμήκυνση της ωφέλιμης ζωής τους, την επισκευή και επαναχρησιμοποίησή τους και ιδιαίτερα την ανάκτηση εξαρτημάτων και υλικών μετά τη χρήση τους, σε αντιδιαστολή με την καθιερωμένη γραμμική προσέγγιση παραγωγής (χρήση νέων πρώτων υλών, παραγωγή προϊόντος, χρήση, απόρριψη), κατά την οποία ο σχεδιασμός του προϊόντος είναι αποκλειστικά εστιασμένος στη φάση της χρήσης του, αγνοώντας τα υπόλοιπα στάδια του κύκλου ζωής του προϊόντος.
Η παραγωγή σύμφωνα με το μοντέλο της κυκλικής οικονομίας αποφέρει σημαντικά οφέλη, σε όρους εξοικονόμησης πρώτων υλών και ενέργειας, αλλά και περιορισμού των αποβλήτων, μειώνοντας τον αρνητικό αντίκτυπο της παραγωγικής δραστηριότητας στο περιβάλλον, και ταυτόχρονα συνεισφέροντας στην παραγωγική αυτάρκεια και στην ασφάλεια εφοδιασμού μιας οικονομίας, αμβλύνοντας τις εξαρτήσεις από εισαγόμενες πρώτες ύλες.
Στρατηγικές δράσης από την πλευρά της μεταποίησης
Όπως προαναφέρθηκε, πέρα από τις πολιτικές υποστήριξης της μεταποίησης που αφορά σε ενέργειες τις οποίες πρέπει να σχεδιάσει, υλοποιήσει και διαμορφώσει το Κράτος, οι ίδιες οι επιχειρήσεις έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στο σχεδιασμό της στρατηγικής τους, στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Υπάρχουν δηλαδή συγκεκριμένες κατευθύνσεις προς τις οποίες πρέπει να κινηθούν, ώστε να μπορέσουν να αναβαθμίσουν το περιεχόμενο των προϊόντων και υπηρεσιών τους και να συμμετέχουν ενεργά σε αυτό που ονομάζεται παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (global value chains).
Πιο συγκεκριμένα, λόγω της αυξανόμενης διασύνδεσης των οικονομιών σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγική διαδικασία ή η αλυσίδα αξίας ενός προϊόντος μπορεί να καταμεριστεί σε επιμέρους διεργασίες και να εκτελεστούν σε διάφορα σημεία του κόσμου.
Σε αυτές τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας μετέχουν αυτόνομες επιχειρήσεις οι οποίες είναι εξειδικευμένες σε στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, λόγω συγκριτικού ή τεχνολογικού πλεονεκτήματος, χωρίς να είναι απαραίτητα θυγατρικές μεγάλων πολυεθνικών. Δημιουργούνται έτσι δίκτυα επιχειρήσεων που συνδέουν παραγωγούς και αγοραστές, με αποτέλεσμα ακόμα και μικρομεσαίες ή και μικρές επιχειρήσεις να μπορούν να συμμετάσχουν σε αυτές. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί επομένως σημαντικές ευκαιρίες για την εγχώρια μεταποίηση, τις οποίες και πρέπει να αξιοποιήσει.
Ωστόσο, η στρατηγική εισόδου σε αυτές τις παγκόσμιες αλυσίδας αξίας αφενός δεν είναι αυτόματη, αφετέρου, λόγω του υψηλού ανταγωνισμού έχει και κάποιο κόστος προσαρμογής, καθώς ορισμένες δραστηριότητες αναπτύσσονται, άλλες φθίνουν, και καθώς οι δραστηριότητες μετεγκαθίστανται σε άλλες χώρες.
Σε κάθε περίπτωση όμως απαιτεί την προώθηση από την πλευρά της μεταποίησης στρατηγικών διαφοροποίησης, διεθνοποίησης και επένδυσης σε τεχνολογικές και οργανωσιακές ικανότητες των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων, έτσι ώστε να μπορούν να διαμορφώσουν μια αναβαθμισμένη «νέα θέση» στον Διεθνή Καταμερισμό Εργασίας. Ενδεικτικά:
* Διάχυση, διείσδυση και χρήση ΤΠΕ στο επιχειρηματικό-παραγωγικό σύστημα. Ταυτόχρονα οι μεταποιητικές επιχειρήσεις πρέπει να στοχεύουν στη διαρκή εκπαίδευση και κατάρτιση σε δεξιότητες ΤΠΕ, ώστε να βελτιώνονται οι αντίστοιχες δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού τους στη χρήση ΤΠΕ.
* Ενίσχυση της εξωστρέφειας και της διεθνοποίησης των επιχειρήσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και των μεταποιητικών ΜΜΕ. Εδώ, κρίνεται απαραίτητη η υποστήριξη και από την πλευρά τους κράτους, με την ενεργοποίηση και ανάπτυξη συμβουλευτικών υπηρεσιών υποστήριξης επιχειρηματικής εξωστρέφειας για την απόκτηση πρόσβασης σε πληροφορίες για ξένες αγορές, κατά τη διαδικασία διεθνοποίησης μιας μεταποιητικής επιχείρησης.
Μία δράση θα μπορούσε επίσης να είναι η ψηφιοποίηση εξαγωγικών δραστηριοτήτων με τη δημιουργία-λειτουργία ενιαίου ηλεκτρονικού παραθύρου για εξαγωγές (single window for exports), το οποίο θα συγκεντρώνει τις απαραίτητες τυποποιημένες πληροφορίες για τη διενέργεια εξαγωγών και θα περιορίσει τον αριθμό των απαιτούμενων σχετικών εγγράφων.
Επίσης σκόπιμη είναι η δημιουργία «κόμβων» εξυπηρέτησης ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό (“Greek Business Hubs”) με ενσωμάτωση / συμμετοχή όλων των υφιστάμενων δομών και φορέων που ήδη λειτουργούν (γραφεία ΟΕΥ, σύνδεσμοι ελληνικών επιχειρήσεων, διμερή επιμελητήρια), αναφέρεται στην έκθεση.
* Ενθάρρυνση συνεργασιών και δικτύωσης μεταξύ των επιχειρήσεων, πανεπιστημίων, ερευνητικών φορέων και συμβουλευτικών δομών. Για να μπορέσουν οι μεταποιητικές επιχειρήσεις να αναβαθμίσουν το περιεχόμενο των υπηρεσιών τους πρέπει να συνεργαστούν στα ζητήματα R&D και καινοτομίας με την πανεπιστημιακή κοινότητα. Η απουσία στενών δεσμών μεταξύ επιστήμης και βιομηχανίας αποτελεί σημαντική υστέρηση στην εποχή της νέας οικονομίας όπου το γραμμικό μοντέλο καινοτομίας έχει γίνει αναποτελεσματικό και έτσι η αλληλεπίδραση μεταξύ των δρώντων φορέων της καινοτομίας αποτελεί κλειδί για την επιτυχή ώθηση της καινοτομίας προσαρμοσμένης στις ανάγκες της αγοράς.
* Αξιοποίηση τοπικών δυνατοτήτων και ανάπτυξη των περιφερειακών παραγωγικών συστημάτων καινοτομίας. Η δημιουργία τοπικών συγκριτικών και ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων με καινοτομικό προσανατολισμό, δεν είναι μια εσωστρεφής ή τοπικιστική διαδικασία. Αντίθετα υποδηλώνει μια προσπάθεια μεταστροφής τοπικού ανταγωνισμού που στηρίζεται στις τιμές, στον ανταγωνισμό που βασίζεται στις νέες ιδέες, δηλαδή στη διαφοροποίηση και βελτίωση των προϊόντων ή υπηρεσιών, με στόχο την ανάπτυξη των τοπικών επιχειρήσεων σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο.
Πιο καθοριστική είναι όμως η ανάδειξη σημαντικών εμπορικών πυλών και πόλων ανάπτυξης εφοδιαστικής αλυσίδας με υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας και η αξιοποίηση εν δυνάμει εξωτερικών επιδράσεων που μπορεί να προκύψουν από τη γεωγραφική συγκέντρωση και από τη χωρική εγγύτητα των επιχειρήσεων εντός μιας περιφέρειας με τη μορφή:
- δημιουργίας οικονομιών κλίμακας,
- εξειδίκευσης ανθρώπινου δυναμικού,
- διάχυσης γνώσης,
- βελτιστοποίησης διαδικασιών μάθησης.
Και εδώ επίσης η ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ τοπικής κοινότητας, πανεπιστημίων-ΤΕΙ, περιφερειακών επιμελητηρίων-συνδέσμων και τοπικών επιχειρήσεων αλλά και η συνεργασία με μεγάλες παραγωγικές μονάδες της περιοχής μπορεί να τονώσει την εξωστρέφεια και των τοπικών επιχειρήσεων, σε όλο το εύρος της παραγωγής τους.
Σταμάτης Ζησίμουs.zisimou@euro2day.gr
facebook
twitter
google+
fb share