ΔΙΠΛΟ «ΣΗΜΑ» ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΕΚΠΕΜΠΕΙ ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΙΝΕ - ΓΣΕΕ - ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΑΤΟΥ
Ακόμη μεγαλύτερη «φτωχοποίηση» θα φέρει η μείωση του αφορολόγητου ορίου, ενώ οι νέες δεσμεύσεις της κυβέρνησης για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με τη φοροδοτική «κόπωση» των νοικοκυριών, θα περιορίσουν κι άλλο τις πληρωμές και, κατά συνέπεια, θα επηρεάσουν αρνητικά τη φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος σε μια περίοδο που τα «έτοιμα» (παλαιές καταθέσεις)... τελειώνουν.Το διπλό «σήμα» κινδύνου για την πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας, «αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική από το 2017 και μετά, εκπέμπει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, παρουσιάζοντας στην ετήσια Έκθεση που δημοσιοποίησε χθες, στοιχεία τα οποία καταγράφουν, στα χρόνια των Μνημονίων, μεγάλη αύξηση των χαμηλόμισθων (κυρίως λόγω της επικράτησης των «ευέλικτων» μορφών εργασίας), διεύρυνση κατά 38,3% της φτώχειας και των ανισοτήτων (με μεγάλη μείωση στο «κατώφλι» της φτώχειας από τα 7.170 ευρώ το 2010 στα 4.500 ευρώ το 2016) και τη διατήρηση «εκτός» της αγοράς εργασίας ενός μεγάλου ποσοστού εργαζομένων (29,6% αν προστεθούν στους άνεργους, οι «αποθαρρυμένοι» - μη αναζητούντες εργασία και οι μη οικειοθελώς εργαζόμενοι με μερική απασχόληση).
«Η ένταση της δημοσιονομικής λιτότητας τα αμέσως επόμενα χρόνια, κατά τα οποία η οικονομία καλείται να πετύχει πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, θα επηρεάσει αρνητικά τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών, τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων και την κατανάλωση. Και αυτό θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα, αν δεν ενεργοποιηθούν αντισταθμιστικές δυνάμεις, και της επεκτατικής προοπτικής του πραγματικού τομέα της οικονομίας», προειδοποιεί το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, διαπιστώνοντας ότι «η οικονομία έχει εγκλωβιστεί σε μια αλληλοτροφοδοτούμενη παγίδα ελλειμμάτων».
Για τη ΓΣΕΕ η βιώσιμη έξοδος της οικονομίας από τη λιτότητα, την ύφεση και την κρίση χρέους και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος προϋποθέτουν «την υλοποίηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου το οποίο θα έχει ως βάση την απασχόληση, τη δικαιότερη διανομή του εισοδήματος και την επίτευξη βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων».
Ακόμη μεγαλύτερη «φτωχοποίηση» θα φέρει η μείωση του αφορολόγητου ορίου, ενώ οι νέες δεσμεύσεις της κυβέρνησης για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, σε συνδυασμό με τη φοροδοτική «κόπωση» των νοικοκυριών, θα περιορίσουν κι άλλο τις πληρωμές και, κατά συνέπεια, θα επηρεάσουν αρνητικά τη φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος σε μια περίοδο που τα «έτοιμα» (παλαιές καταθέσεις)... τελειώνουν.Το διπλό «σήμα» κινδύνου για την πορεία της οικονομίας και της κοινωνίας, «αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική από το 2017 και μετά, εκπέμπει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, παρουσιάζοντας στην ετήσια Έκθεση που δημοσιοποίησε χθες, στοιχεία τα οποία καταγράφουν, στα χρόνια των Μνημονίων, μεγάλη αύξηση των χαμηλόμισθων (κυρίως λόγω της επικράτησης των «ευέλικτων» μορφών εργασίας), διεύρυνση κατά 38,3% της φτώχειας και των ανισοτήτων (με μεγάλη μείωση στο «κατώφλι» της φτώχειας από τα 7.170 ευρώ το 2010 στα 4.500 ευρώ το 2016) και τη διατήρηση «εκτός» της αγοράς εργασίας ενός μεγάλου ποσοστού εργαζομένων (29,6% αν προστεθούν στους άνεργους, οι «αποθαρρυμένοι» - μη αναζητούντες εργασία και οι μη οικειοθελώς εργαζόμενοι με μερική απασχόληση).
«Η ένταση της δημοσιονομικής λιτότητας τα αμέσως επόμενα χρόνια, κατά τα οποία η οικονομία καλείται να πετύχει πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, θα επηρεάσει αρνητικά τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών, τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων και την κατανάλωση. Και αυτό θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα, αν δεν ενεργοποιηθούν αντισταθμιστικές δυνάμεις, και της επεκτατικής προοπτικής του πραγματικού τομέα της οικονομίας», προειδοποιεί το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, διαπιστώνοντας ότι «η οικονομία έχει εγκλωβιστεί σε μια αλληλοτροφοδοτούμενη παγίδα ελλειμμάτων».
Για τη ΓΣΕΕ η βιώσιμη έξοδος της οικονομίας από τη λιτότητα, την ύφεση και την κρίση χρέους και η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος προϋποθέτουν «την υλοποίηση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου το οποίο θα έχει ως βάση την απασχόληση, τη δικαιότερη διανομή του εισοδήματος και την επίτευξη βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων».
Σύμφωνα με τα ευρήματα της Έκθεσης που συντάχθηκε από ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ Γιώργο Αργείτη:
• Μολονότι το διαθέσιμο εισόδημα έχει μειωθεί σε 29,7 δισ. ευρώ (γ΄ τρίμηνο του 2016) από 43,7 δισ. ευρώ (γ’ τρίμηνο του 2008) και σε ετήσια βάση από το 2008 • 2016 κατά 53,25 δισ. ευρώ, η κατανάλωση, στο ίδιο διάστημα, έχει πέσει στα 31,9 δισ. ευρώ από 41,3 δισ. ευρώ και συνολικά κατά 39,3 δισ. ευρώ. Δηλαδή η κατανάλωση υπερβαίνει το διαθέσιμο εισόδημα κατά 2 δισ. ευρώ - κυρίως λόγω χρήσης καταθέσεων. «Η περαιτέρω συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος που θα προκληθεί από την αύξηση των φόρων, πολύ περισσότερο σε περίπτωση μείωσης του αφορολόγητου ορίου, θα μειώσει εκ νέου τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών δυσχεραίνοντας και τη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας»...«η συνέχιση της χρηματοδότησης της κατανάλωσης με μείωση των καταθέσεων ίσως δεν είναι διατηρήσιμη, ιδιαίτερα στην περίπτωση όξυνσης της οικονομικής και της πολιτικής αβεβαιότητας και περαιτέρω αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης και της οικονομικής ανισότητας», υπογραμμίζεται με την επισήμανση ότι «οι όποιες προσδοκίες για θετική μεταβολή της κατανάλωσης και για επεκτατική συμβολή της στο ΑΕΠ θα πρέπει να στηρίζονται σε ισχυρές ενδείξεις αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος ως αποτέλεσμα της αύξησης των εισοδημάτων ή της μείωσης των φόρων ή της αύξησης της απασχόλησης και της μείωσης των επισφαλών μορφών εργασίας σε όφελος της πλήρους απασχόλησης είτε με την εφαρμογή ενός μείγματος όλων των παραπάνω».
• Έχει αυξηθεί το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων, με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ, σε 38,8% το 2016 (από 13,1% το 2009) και έχει μειωθεί κατά περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ (23,6% το 2016, από 27,3% το 2009). Παράλληλα, έχει μειωθεί, κατά το ήμισυ περίπου, το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 900-1.300 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 17,6% το 2016 (από 35,7% το 2009). Οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έχουν «γκρεμιστεί» και, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (β΄ τρίμηνο του 2016) «καθαρές» αποδοχές κάτω των 800 ευρώ λαμβάνει ποσοστό 51,6% (15,2% μέχρι 499 ευρώ, 23,6% μεταξύ 500-699 ευρώ και 12,8% μεταξύ 700-800 ευρώ), μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 17,3% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 17,8% (11,1% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ). Αντίστοιχα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κάτω των 800 ευρώ λαμβάνει ποσοστό 11% (3,1% έως 499 ευρώ, 3,5% μεταξύ 500-699 ευρώ και 4,4% μεταξύ 700-799 ευρώ), μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 23,6% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 54,4% (38,5% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 15,7% άνω των 1.300 ευρώ).
«Ευελιξία»
• Οι «ευέλικτες» μορφές εργασίας (μερική και «εκ περιτροπής» απασχόληση) έχουν ξεπεράσει τη σταθερή εργασία, αφού οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση έχουν υποχωρήσει από 79% το 2009 σε 45,3% το 2016 και οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας που το 2009 αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2016 αντιστοιχούν στο 54,7%. Ταυτόχρονα έχει συρρικνωθεί η νομική «κάλυψη» αφού κυριαρχούν οι ατομικές και οι επιχειρησιακές συμβάσεις (το 2016 υπογράφτηκαν μόνο 10 κλαδικές/ ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις ενώ ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ έφτασε τις 318, αντιπροσωπεύοντας το 95,21% του συνόλου των ΣΣΕ). Ενδεικτικό του κλίματος που έχει δημιουργηθεί είναι ότι το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι «δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση». Την ισχυρή τάση ενίσχυσης της εργασιακής ευελιξίας δείχνουν, ακόμη, η ποσοστιαία αύξηση κατά 790,69% των αναγκαστικών μετατροπών των ατομικών συμβάσεων εργασίας σε «εκ περιτροπής» εργασία μονομερώς από τον εργοδότη, η αύξηση κατά 166,8% και κατά 218,64% στις μετατροπές των ατομικών συμβάσεων από πλήρους απασχόλησης σε μερικής και σε «εθελοντικής» εκ περιτροπής εργασία, αντίστοιχα.
Απασχόληση
• Το ποσοστό απασχόλησης του εργατικού δυναμικού έχει πέσει στο 53% το γ΄ τρίμηνο του 2016 από 60,8% που ήταν το αντίστοιχο τρίμηνο του 2008. Το πολύ χαμηλό ποσοστό απασχόλησης αναδεικνύει αφενός τις δραματικές συνέπειες της κρίσης και της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στο σύστημα παραγωγής και αφετέρου την εμπλοκή σε βασικά υποσυστήματα της οικονομίας, όπως το ασφαλιστικό σύστημα. Οπως σημειώνεται στην Εκθεση, «η διαχρονική πολιτική απραξία έχει εγκλωβίσει την οικονομία σε μια αλληλοτροφοδοτούμενη παγίδα δημοσιονομικών και ασφαλιστικών ελλειμμάτων η οποία επηρεάζει αρνητικά την οικονομική μεγέθυνση, την κατανομή των πόρων στην οικονομία, την εξέλιξη του δημόσιου χρέους. Το αδιέξοδο μεγαλώνει με την κατάρρευση του λόγου εργαζομένων/συνταξιούχων». Η παραπάνω σχέση επιδεινώθηκε δραματικά μέσα στην κρίση από τη σημαντική μείωση της απασχόλησης, την αύξηση της μερικής και της προσωρινής απασχόλησης, της εισφοροδιαφυγής, της αδήλωτης εργασίας, της αδυναμίας και της απροθυμίας πληρωμής εισφορών, της μείωσης των μισθών, του κλεισίματος χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
• Η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70% και το «πραγματικό» ποσοστό ανεργίας φτάνει το 29,6%. Με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το επίσημο ποσοστό ανεργίας, το γ΄ τρίμηνο του 2016 ήταν 22,6%έναντι 24% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015. Το σύνολο των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.736,7 χιλιάδες άτομα (εκ των οποίων 2.473,7 χιλιάδες μισθωτοί), ενώ οι άνεργοι ανήλθαν σε 1.092,6 χιλιάδες άτομα και ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός σε 4.379 χιλιάδες άτομα. Το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%) και στις νεώτερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες. Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%.
• O συνδυασμός υψηλής ανεργίας, και ειδικά της υψηλότατης μακροχρόνιας ανεργίας, με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις για την «κάλυψη» των ανέργων οδηγεί σε εντεινόμενη εργασιακή ανασφάλεια, χαμηλή εισοδηματική ποιότητα και αύξηση της έντασης εργασίας. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ οι Ελληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο ανεργίας και τη χαμηλότερη εξασφάλιση από την ανεργία οδηγώντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ όλων των κρατών σε ό,τι αφορά την εργασιακή ανασφάλεια. «Τα δεδομένα αυτά καθιστούν την περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, όπως αποτυπώνεται από τους δείκτες νομικής προστασίας της απασχόλησης, απολύτως αναποτελεσματική, καθώς θα οδηγούσε σε παραπέρα κατακερματισμό και συνεπακόλουθη αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ των διαφορετικών ομάδων των εργαζομένων, γεγονός που θα είχε αρνητική επίπτωση και στην εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας», υπογραμμίζει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Φτώχεια
• Ο δείκτης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015. Το μεγαλύτερο ποσοστό εντοπίζεται στους ανέργους και, μάλιστα, αυξήθηκε την περίοδο 2010-2015 κατά 14,3%. Το ποσοστό φτώχειας στους μισθωτούς εργαζομένους αυξήθηκε μετά το 2011, και το 2015 βρίσκεται κοντά στο 18% ενώ εξαίρεση αποτελούν μόνο οι συνταξιούχοι, οι οποίοι παρουσιάζουν μείωση της τάξης των 2,2 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2010-2015. Όσον αφορά την εξέλιξη της οικονομικής ανισότητας προκύπτει αύξηση κατά την περίοδο 2010-2015 της τάξης του 38,3%. Όξυνση της ανισότητας παρατηρείται σε όλες τις κοινωνικοοικονομικές ομάδες του πληθυσμού, με εξαίρεση τους δημόσιους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους. Ιδιαίτερα ανησυχητική ωστόσο κρίνεται η εκρηκτική αύξηση της ανισότητας μεταξύ των ανέργων, η οποία αποδίδεται στη μείωση του αριθμού των δικαιούχων επιδόματος ανεργίας σε συνδυασμό με την εκτόξευση της μακροχρόνιας ανεργίας. Η ανισότητα στη χώρα μας θα ήταν οξύτερη χωρίς τις κοινωνικές μεταβιβάσεις και ειδικά τις συντάξεις.
• Στο σύνολο του πληθυσμού το ποσοστό που βρίσκεται σε κατάσταση σοβαρής υλικής αποστέρησης αυξάνεται από 11,4% το 2010 σε 21,3% το 2015. Αυτό σημαίνει πως τουλάχιστον ένας στους πέντε Έλληνες εμφανίζει σοβαρά προβλήματα διαβίωσης. Αύξηση από 8,6% σε 15,9% εμφανίζει το ποσοστό των εργαζομένων που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα διαβίωσης. Όσον αφορά τις επιμέρους ομάδες του πληθυσμού, η μεγαλύτερη αύξηση εντοπίζεται στους ανέργους από 28,3% σε 43,4% και ακολουθεί ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός από 13,7% σε 26,3%, οι μισθωτοί εργαζόμενοι από 7,3% σε 14,8%, οι αυτοαπασχολούμενοι από 11,3% σε 18% και τελευταίοι οι συνταξιούχοι από 11% σε 13,1%.
ΟΙ ΚΑΤΩΤΑΤΟΙ ΜΙΣΘΟΙ
Στην Ελλάδα ο κατώτατος μεικτός μηνιαίος μισθός σε ευρώ το 2016 παραμένει στα 684 ευρώ σε 12μηνη βάση (από 863 ευρώ το 2010 και 877 ευρώ με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας πριν από το δεύτερο Μνημόνιο) και είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο μισθό πολλών νέων κρατών-μελών της Ε.Ε., αλλά χαμηλότερος του αντίστοιχου μισθού στη Σλοβενία (791 ευρώ), στην Ισπανία (764 ευρώ) και στη Μάλτα (728 ευρώ) ενώ έχει μειωθεί σημαντικά η απόσταση από τον κατώτατο μισθό της Πορτογαλίας (618 ευρώ). Ωστόσο, αποκλίνει πλέον σημαντικά έναντι των κατώτατων μισθών στις πιο αναπτυγμένες χώρες-μέλη της Ε.Ε., στις οποίες υπάρχει θεσμοθετημένος εθνικός κατώτατος μισθός που υπερβαίνει τα 1.343 ευρώ.
• Μολονότι το διαθέσιμο εισόδημα έχει μειωθεί σε 29,7 δισ. ευρώ (γ΄ τρίμηνο του 2016) από 43,7 δισ. ευρώ (γ’ τρίμηνο του 2008) και σε ετήσια βάση από το 2008 • 2016 κατά 53,25 δισ. ευρώ, η κατανάλωση, στο ίδιο διάστημα, έχει πέσει στα 31,9 δισ. ευρώ από 41,3 δισ. ευρώ και συνολικά κατά 39,3 δισ. ευρώ. Δηλαδή η κατανάλωση υπερβαίνει το διαθέσιμο εισόδημα κατά 2 δισ. ευρώ - κυρίως λόγω χρήσης καταθέσεων. «Η περαιτέρω συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος που θα προκληθεί από την αύξηση των φόρων, πολύ περισσότερο σε περίπτωση μείωσης του αφορολόγητου ορίου, θα μειώσει εκ νέου τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών δυσχεραίνοντας και τη δημοσιονομική προσαρμογή της χώρας»...«η συνέχιση της χρηματοδότησης της κατανάλωσης με μείωση των καταθέσεων ίσως δεν είναι διατηρήσιμη, ιδιαίτερα στην περίπτωση όξυνσης της οικονομικής και της πολιτικής αβεβαιότητας και περαιτέρω αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης και της οικονομικής ανισότητας», υπογραμμίζεται με την επισήμανση ότι «οι όποιες προσδοκίες για θετική μεταβολή της κατανάλωσης και για επεκτατική συμβολή της στο ΑΕΠ θα πρέπει να στηρίζονται σε ισχυρές ενδείξεις αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος ως αποτέλεσμα της αύξησης των εισοδημάτων ή της μείωσης των φόρων ή της αύξησης της απασχόλησης και της μείωσης των επισφαλών μορφών εργασίας σε όφελος της πλήρους απασχόλησης είτε με την εφαρμογή ενός μείγματος όλων των παραπάνω».
• Έχει αυξηθεί το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων, με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ, σε 38,8% το 2016 (από 13,1% το 2009) και έχει μειωθεί κατά περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ (23,6% το 2016, από 27,3% το 2009). Παράλληλα, έχει μειωθεί, κατά το ήμισυ περίπου, το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 900-1.300 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 17,6% το 2016 (από 35,7% το 2009). Οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα έχουν «γκρεμιστεί» και, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των στοιχείων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (β΄ τρίμηνο του 2016) «καθαρές» αποδοχές κάτω των 800 ευρώ λαμβάνει ποσοστό 51,6% (15,2% μέχρι 499 ευρώ, 23,6% μεταξύ 500-699 ευρώ και 12,8% μεταξύ 700-800 ευρώ), μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 17,3% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 17,8% (11,1% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ). Αντίστοιχα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα κάτω των 800 ευρώ λαμβάνει ποσοστό 11% (3,1% έως 499 ευρώ, 3,5% μεταξύ 500-699 ευρώ και 4,4% μεταξύ 700-799 ευρώ), μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 23,6% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 54,4% (38,5% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 15,7% άνω των 1.300 ευρώ).
«Ευελιξία»
• Οι «ευέλικτες» μορφές εργασίας (μερική και «εκ περιτροπής» απασχόληση) έχουν ξεπεράσει τη σταθερή εργασία, αφού οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση έχουν υποχωρήσει από 79% το 2009 σε 45,3% το 2016 και οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας που το 2009 αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2016 αντιστοιχούν στο 54,7%. Ταυτόχρονα έχει συρρικνωθεί η νομική «κάλυψη» αφού κυριαρχούν οι ατομικές και οι επιχειρησιακές συμβάσεις (το 2016 υπογράφτηκαν μόνο 10 κλαδικές/ ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις ενώ ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ έφτασε τις 318, αντιπροσωπεύοντας το 95,21% του συνόλου των ΣΣΕ). Ενδεικτικό του κλίματος που έχει δημιουργηθεί είναι ότι το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι «δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση». Την ισχυρή τάση ενίσχυσης της εργασιακής ευελιξίας δείχνουν, ακόμη, η ποσοστιαία αύξηση κατά 790,69% των αναγκαστικών μετατροπών των ατομικών συμβάσεων εργασίας σε «εκ περιτροπής» εργασία μονομερώς από τον εργοδότη, η αύξηση κατά 166,8% και κατά 218,64% στις μετατροπές των ατομικών συμβάσεων από πλήρους απασχόλησης σε μερικής και σε «εθελοντικής» εκ περιτροπής εργασία, αντίστοιχα.
Απασχόληση
• Το ποσοστό απασχόλησης του εργατικού δυναμικού έχει πέσει στο 53% το γ΄ τρίμηνο του 2016 από 60,8% που ήταν το αντίστοιχο τρίμηνο του 2008. Το πολύ χαμηλό ποσοστό απασχόλησης αναδεικνύει αφενός τις δραματικές συνέπειες της κρίσης και της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής στο σύστημα παραγωγής και αφετέρου την εμπλοκή σε βασικά υποσυστήματα της οικονομίας, όπως το ασφαλιστικό σύστημα. Οπως σημειώνεται στην Εκθεση, «η διαχρονική πολιτική απραξία έχει εγκλωβίσει την οικονομία σε μια αλληλοτροφοδοτούμενη παγίδα δημοσιονομικών και ασφαλιστικών ελλειμμάτων η οποία επηρεάζει αρνητικά την οικονομική μεγέθυνση, την κατανομή των πόρων στην οικονομία, την εξέλιξη του δημόσιου χρέους. Το αδιέξοδο μεγαλώνει με την κατάρρευση του λόγου εργαζομένων/συνταξιούχων». Η παραπάνω σχέση επιδεινώθηκε δραματικά μέσα στην κρίση από τη σημαντική μείωση της απασχόλησης, την αύξηση της μερικής και της προσωρινής απασχόλησης, της εισφοροδιαφυγής, της αδήλωτης εργασίας, της αδυναμίας και της απροθυμίας πληρωμής εισφορών, της μείωσης των μισθών, του κλεισίματος χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
• Η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70% και το «πραγματικό» ποσοστό ανεργίας φτάνει το 29,6%. Με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το επίσημο ποσοστό ανεργίας, το γ΄ τρίμηνο του 2016 ήταν 22,6%έναντι 24% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2015. Το σύνολο των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.736,7 χιλιάδες άτομα (εκ των οποίων 2.473,7 χιλιάδες μισθωτοί), ενώ οι άνεργοι ανήλθαν σε 1.092,6 χιλιάδες άτομα και ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός σε 4.379 χιλιάδες άτομα. Το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%) και στις νεώτερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες. Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%.
• O συνδυασμός υψηλής ανεργίας, και ειδικά της υψηλότατης μακροχρόνιας ανεργίας, με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις για την «κάλυψη» των ανέργων οδηγεί σε εντεινόμενη εργασιακή ανασφάλεια, χαμηλή εισοδηματική ποιότητα και αύξηση της έντασης εργασίας. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ οι Ελληνες εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο ανεργίας και τη χαμηλότερη εξασφάλιση από την ανεργία οδηγώντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ όλων των κρατών σε ό,τι αφορά την εργασιακή ανασφάλεια. «Τα δεδομένα αυτά καθιστούν την περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, όπως αποτυπώνεται από τους δείκτες νομικής προστασίας της απασχόλησης, απολύτως αναποτελεσματική, καθώς θα οδηγούσε σε παραπέρα κατακερματισμό και συνεπακόλουθη αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ των διαφορετικών ομάδων των εργαζομένων, γεγονός που θα είχε αρνητική επίπτωση και στην εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας», υπογραμμίζει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Φτώχεια
• Ο δείκτης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015. Το μεγαλύτερο ποσοστό εντοπίζεται στους ανέργους και, μάλιστα, αυξήθηκε την περίοδο 2010-2015 κατά 14,3%. Το ποσοστό φτώχειας στους μισθωτούς εργαζομένους αυξήθηκε μετά το 2011, και το 2015 βρίσκεται κοντά στο 18% ενώ εξαίρεση αποτελούν μόνο οι συνταξιούχοι, οι οποίοι παρουσιάζουν μείωση της τάξης των 2,2 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2010-2015. Όσον αφορά την εξέλιξη της οικονομικής ανισότητας προκύπτει αύξηση κατά την περίοδο 2010-2015 της τάξης του 38,3%. Όξυνση της ανισότητας παρατηρείται σε όλες τις κοινωνικοοικονομικές ομάδες του πληθυσμού, με εξαίρεση τους δημόσιους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους. Ιδιαίτερα ανησυχητική ωστόσο κρίνεται η εκρηκτική αύξηση της ανισότητας μεταξύ των ανέργων, η οποία αποδίδεται στη μείωση του αριθμού των δικαιούχων επιδόματος ανεργίας σε συνδυασμό με την εκτόξευση της μακροχρόνιας ανεργίας. Η ανισότητα στη χώρα μας θα ήταν οξύτερη χωρίς τις κοινωνικές μεταβιβάσεις και ειδικά τις συντάξεις.
• Στο σύνολο του πληθυσμού το ποσοστό που βρίσκεται σε κατάσταση σοβαρής υλικής αποστέρησης αυξάνεται από 11,4% το 2010 σε 21,3% το 2015. Αυτό σημαίνει πως τουλάχιστον ένας στους πέντε Έλληνες εμφανίζει σοβαρά προβλήματα διαβίωσης. Αύξηση από 8,6% σε 15,9% εμφανίζει το ποσοστό των εργαζομένων που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα διαβίωσης. Όσον αφορά τις επιμέρους ομάδες του πληθυσμού, η μεγαλύτερη αύξηση εντοπίζεται στους ανέργους από 28,3% σε 43,4% και ακολουθεί ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός από 13,7% σε 26,3%, οι μισθωτοί εργαζόμενοι από 7,3% σε 14,8%, οι αυτοαπασχολούμενοι από 11,3% σε 18% και τελευταίοι οι συνταξιούχοι από 11% σε 13,1%.
ΟΙ ΚΑΤΩΤΑΤΟΙ ΜΙΣΘΟΙ
Στην Ελλάδα ο κατώτατος μεικτός μηνιαίος μισθός σε ευρώ το 2016 παραμένει στα 684 ευρώ σε 12μηνη βάση (από 863 ευρώ το 2010 και 877 ευρώ με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας πριν από το δεύτερο Μνημόνιο) και είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο μισθό πολλών νέων κρατών-μελών της Ε.Ε., αλλά χαμηλότερος του αντίστοιχου μισθού στη Σλοβενία (791 ευρώ), στην Ισπανία (764 ευρώ) και στη Μάλτα (728 ευρώ) ενώ έχει μειωθεί σημαντικά η απόσταση από τον κατώτατο μισθό της Πορτογαλίας (618 ευρώ). Ωστόσο, αποκλίνει πλέον σημαντικά έναντι των κατώτατων μισθών στις πιο αναπτυγμένες χώρες-μέλη της Ε.Ε., στις οποίες υπάρχει θεσμοθετημένος εθνικός κατώτατος μισθός που υπερβαίνει τα 1.343 ευρώ.
facebook
twitter
google+
fb share