Του Νίκου Χρυσικόπουλου
Στο "διάκενο προσδοκίας” (expectation gap) μεταξύ πωλητών και αγοραστών αποδίδουν οι επικεφαλής της PwC Ελλάδος τις χαμηλές επιδόσεις που καταγράφηκαν το 2017 σε επίπεδο εξαγορών και συγχωνεύσεων (M&A's) στην ελληνική αγορά. Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα από τη μία πλευρά έχει δημιουργήσει την εντύπωση στους πωλητές πως οι αποτιμήσεις έχουν καταρρεύσει πλήρως, ενώ από την πλευρά των πωλητών, όσοι επιβίωσαν αυτό το διάστημα προσδοκούν ότι η βελτίωση του οικονομικού κλίματος θα βελτιώσει τα προσφερόμενα τιμήματα. Έτσι, ενώ αποδεδειγμένα καταγράφεται έντονη δραστηριότητα και μεγάλο ενδιαφέρον από ξένους, κυρίως, επενδυτές για ελληνικά assets, τα deals που φτάνουν στο στάδιο των υπογραφών είναι συγκριτικά λιγοστά.
Η εικόνα αυτή αποτυπώθηκε την περυσινή χρονιά, όταν πραγματοποιήθηκαν συνολικά 36 εξαγορές και συγχωνεύσεις αξίας 1,6 δισ.ευρώ. Από αυτές, όμως, οι πέντε μεγαλύτερες που άγγιξαν τα 1,2 δισ. ευρώ αφορούσαν σε αποεπενδύσεις συστημικών τραπεζών, γεγονός που αποτελεί κύριο φαινόμενο των τελευταίων ετών. Εάν εξαιρεθούν οι πωλήσεις των non-core assets των συστημικών τραπεζών, το 2017 ήταν ένα ακόμη έτος με πολύ χαμηλή δραστηριότητα M&A's. Όπως αναφέρθηκε σε ειδική εκδήλωση για την παρουσίαση της ετήσιας μελέτης της PwC Ελλάδας με τίτλο "Εξαγορές και Συγχωνεύσεις στην Ελλάδα 2017", τράπεζες ή ιδιοκτήτες έχοντας αντέξει τόσα χρόνια κρίσης, θεωρούν ότι μπορούν πετύχουν καλύτερες τιμές.
Από την πλευρά, όμως, των πωλητών, τα ελληνικά assets δεν είναι ακόμη ελκυστικά,παρά την μεγάλη υποχώρηση της αξίας τους την τελευταία 7ετία. Για την ακρίβεια, όπως ειπώθηκε, οι άμεσοι ξένοι επενδυτές εμφανίζονται ακόμη διστακτικοί να επενδύσουν στην ελληνική αγορά ή δεν βρίσκουν διαθέσιμους πωλητές στα όρια τιμών που επιθυμούν. Η σταθεροποίηση του κλίματος θα φέρει νέους επενδυτές, αλλά δεν είναι εύκολο λόγω της κατάστασης των αγορών.
Για τους επικεφαλής της PwC Ελλάδος, όσο βελτιώνεται το κλίμα και τα πράγματα στην οικονομία, θα υπάρχουν στρατηγικοί επενδυτές που θα έρθουν στην Ελλάδα. Απαιτείται, ωστόσο, να υπάρξει μεγαλύτερη ευελιξία και ταχύτητα από τις τράπεζες για την ολοκλήρωση αναδιαρθρώσεων, ώστε οι επενδυτές να μη χάνουν την υπομονή τους. Επιπλέον, απαιτείται να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα καθώς αποτελεί ένα από τα σημαντικά θέματα που μπορεί να ανατρέψουν ή να βελτιώσουν το υπό διαμόρφωση κλίμα. Επιπλέον η ολοκλήρωση των stress tests θα κρίνουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα το επόμενο διάστημα.
Έπειτα από μια χρονιά αναιμικής ανάπτυξης, η εκτίμηση είναι πως το το ίδιο αναμένεται και το 2018. Οι επικεφαλής της PwC σημειώνουν πως το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών συμπιέζεται από τους υψηλούς φόρους, η ρευστότητα είναι πολύ περιορισμένη και λόγω capital controls, ενώ τα δομικά προβλήματα του Κράτους, δημοσιονομικά και λειτουργικά, παραμένουν παρά τα δημοσιονομικά πλεονάσματα και η εικόνα των κόκκινων δανείων παραμένει προβληματική.
Όπως αναφέρθηκε, η έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης του 3ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και της συμφωνίας για την έξοδο, είναι απαραίτητες για την επίτευξη ενός θετικού momentum για τα επόμενα χρόνια. Η Ελλάδα μπορεί να κλείσει την αξιολόγηση του 3ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής μόνο μέσω μιας συμφωνίας για την έξοδο με προϋποθέσεις την αναπροσαρμογή του χρέους της, τη δυνητική χρηματοδότησή της, μεταρρυθμίσεις και συνεχιζόμενη παρακολούθηση. Στο πλαίσιο αυτό, η επιμήκυνση του χρέους και η χαλάρωση, καθώς και η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, μπορούν να αντιμετωπίσουν την πίεση του εθνικού χρέους. Έτσι, η οικονομική ανάπτυξη το 2017 και το 2018 θα παραμείνει αναιμική σε επίπεδα χαμηλότερα του 1,5% και 2% αντίστοιχα, και θα επηρεαστεί οριακά μόνο από τα πολιτικά δρώμενα.
Τα πλάνα των τραπεζών
Όπως αναφέρθηκε, τον τόνο για την πορεία των συγχωνεύσεων και εξαγορών στην Ελλάδα δίνουν οι τράπεζες λόγω των αποεπενδύσεων που πραγματοποιούν από non-core assets. Η Alpha Bank είναι η πρώτη τράπεζα που ολοκλήρωσε το πρόγραμμα αποεπενδύσεων και η Eurobank ανακοίνωσε ότι θα κρατήσει τις θυγατρικές της στην Κύπρο, στη Βουλγαρία και στη Σερβία ενώ οι υπόλοιπες αποεπενδύσεις έχουν ολοκληρωθεί.
Συνολικά για το 2018 αναμένεται η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής (Εθνική Τραπεζα) και της Avis (Τράπεζα Πειραιώς) με συνολική αξία περίπου στα 800 εκατ.ευρώ. Η Τράπεζα Πειραιώς έχει την Avis και άλλες τρεις αποεπενδύσεις που εκκρεμούν (Ε.Ντυνάν, Αττική Οδός, υποκατάστημα στη Σερβία).
Ιδιωτικοποιήσεις
Στο σκέλος των ιδιωτικοποιήσεων, το 2017 τα έσοδα ανήλθαν σε 1,7 δισ., έναντι του στόχου
των 1,9 δισ.ευρώ, σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό. Συνολικά, τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις από το 2011 ως το 2017 ανήλθαν σε 5δισ.ευρώ, εκ των οποίων 4 δισ. προήλθαν από 3 έτη (2011, 2013 και 2017).
Η εκτίμηση των συνολικών εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις, πάντως για το 2018 αγγίζει περίπου το 1δισ.ευρώ. Η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΘ αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2018 καθώς η συμφωνία πώλησης έχει ήδη υπογραφεί για ποσό ύψους 232 εκατ. Η πώληση του 66% του ΔΕΣΦΑ είναι πιθανό επίσης να ολοκληρωθεί το 2018 καθώς οι τελικές προσφορές έχουν κατατεθεί. Το μεγάλο έργο ανάπλασης του Ελληνικού προβλέπεται επιτέλους να ξεκινήσει, με το αρχικό καταβληθέν ποσό να αναμένεται στα 300 εκατ.ευρώ. Επίσης, η επέκταση της παραχώρησης του ΔΑΑ και η πώληση του 5% των μετοχών του ΟΤΕ μπορεί να αποδώσουν από 500 εκατ.ευρώ.
Τέλος, σε ότι αφορά στις συναλλαγές αναδιάρθρωσης, το deal για τις Νηρέα και Σελόντα θα ολοκληρωθεί το 2018, ενώ η ΒΙ.Κ.Η βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την Chipita.
facebook
twitter
google+
fb share